Τετάρτη, Ιουνίου 15, 2011

133. τη μέρα που αποκοιμήθηκε στον καναπέ


Ενα μεσημέρι, η Βέρα Καλτάκα αποκοιμήθηκε στον καναπέ. Ξύπνησε από ένα κρύο ρεύμα. Μισάνοιξε τα μάτια και είδε πως η πόρτα του διαμερίσματός της ήταν μισάνοιχτη και «μπα, ξέχασα να κλειδώσω;» είπε από μέσα της και σηκώθηκε, μισοκοιμισμένη ακόμα, να κλείσει και να κλειδώσει την πόρτα. Εσπρωξε την πόρτα να κλείσει, μα η πόρτα δεν έκλεινε. Η μπετούγια έστριβε κανονικά, αλλά η πόρτα ξανάνοιγε. Εψαυσε με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού και κατάλαβε ότι δεν δούλευε το γλωσσίδι της μπετούγιας. Το έσπρωξε με δύναμη προς τα μέσα να ξεκολλήσει, μια και της φάνηκε κολλημένο, αλλά τίποτα δεν πέτυχε. Το γλωσσίδι ήταν ένα με το σόκορο, δεν πήγαινε ούτε μέσα ούτε έξω. Εψαξε τα κλειδιά να κλειδώσει τουλάχιστον την πόρτα, ήταν άφαντα κι αυτά και παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Γύρισε στον καναπέ της, ξαναξάπλωσε και ξανακοιμήθηκε, με την ελπίδα όταν θα ξαναξυπνούσε να ήταν όλα εντάξει. Η Βέρα Καλτάκα είχε απόλυτο δίκιο, γιατί, όταν ξαναξύπνησε, η πόρτα ήταν καλά κλεισμένη και τα κλειδιά κρεμόντουσαν στην κλειδαριά. Πολλά κατάλαβε εκείνη τη μέρα η Βέρα και υποσχέθηκε στον εαυτό της να μη ξανακοιμηθεί στον καναπέ και μάλιστα μεσημέρι.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...