Σάββατο, Ιανουαρίου 30, 2010

097. οι αλλεπάλληλοι θάνατοι της Βέρας Καλτάκα

Η Βέρα Καλτάκα είναι μια γυναίκα που πεθαίνει συχνά ή μάλλον είναι μια γυναίκα που, όπως πολλές γυναίκες του είδους της, δεν διστάζει να περνά τις πύλες του θανάτου, γιατί ο θάνατος δεν είναι μια μοναχική πύλη για κείνην. Ο θάνατος έχει πολλές πόρτες και η Βέρα Καλτάκα μπορεί να περνά και δυο και τρεις πόρτες τη μέρα, αν της κάνει κέφι. Βρίσκει όμορφες αυτές τις πόρτες, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρη πού οφείλεται η ομορφιά τους. Μπορεί να είναι όμορφες μονάχα γι αυτήν, επειδή τις έχει συνηθίσει, αλλά μπορεί να έχουν μιαν ομορφιά αντικειμενική και αισθητικά άψογη, πράγμα συζητήσιμο βεβαίως, επειδή, αν αλήθευε αυτό, θα ήταν πολλοί που θα περνάγαν τις πόρτες αυτές για ψύλλου πήδημα.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 29, 2010

096. το πάθος που δεν υπήρξε

Η ψυχή της έμοιαζε με πορτοκαλί ποτήρι γεμάτο χυμό -ή και μισοάδειο, δεν είμαι σίγουρη, κανείς δεν μπορεί να το ισχυριστεί με βεβαιότητα- όταν τον κάλεσε να πιει, για να μάθει επιτέλους αν την καταλαβαίνει -την ίδια και την ψυχή της, εννοείται- κι εκείνος απέστρεψε το πρόσωπο και αρνήθηκε να δοκιμάσει, ούτε καν να βρέξει τα χείλη του θέλησε και τότε η Βέρα Καλτάκα πήρε τους δρόμους απορώντας για το πώς είχε συμβεί και τη στιγμή που η ίδια, παραμερίζοντας φόβους και τρόμους μιας ζωής, τόλμησε να εμπιστευθεί τόσο πολύ έναν άνθρωπο που δεν ήταν άξιος, όχι μονάχα της εμπιστοσύνης της αλλά και της προσοχής της, το δικαιολόγησε όμως με μια λέξη: πάθος. Το πάθος που νόμισε πως έτρεφε για κείνην ήταν ο οδηγός στη παράλογη συμπεριφορά της, επειδή είχε διδαχτεί να αφοσιωθεί σε κείνον που θα την αγαπήσει σφόδρα και να του παραδοθεί δια βίου. Το ευτύχημα είναι ότι η Βέρα Καλτάκα, πριν αποφασίσει την αφοσίωση, σκέφτηκε να κάνει ένα μικρό τεστ.

Κυριακή, Ιανουαρίου 17, 2010

095. εκεινη που ετρωγε γυαλια

Ηταν μια γυναίκα που έτρωγε γυαλιά. Δεν ήξερε ότι θα μπορούσε να το κάνει αυτό, να τρώει γυαλιά δηλαδή, αλλά το έμαθε όταν κάποτε, πάνω στα νεύρα της, δάγκωσε ένα λεπτοσκαλισμένο ποτηράκι του ούζου. Τρόμαξε μόλις ένιωσε τα γυαλιά μέσα στο στόμα της, φοβήθηκε πως θα της έκαναν μεγάλη ζημιά και προσπαθούσε μη τυχόν τα καταπιεί. Γυροφέρνοντας πέρα δώθε τα κομμάτια του γυαλιού με τη γλώσσα, τα ένιωσε να σμιλεύονται, να χάνουν τις κοφτερές τους απολήξεις, να γίνονται λεία εντελώς και να μικραίνουν. Στο τέλος, έγιναν μικρές μπαλίτσες σαν χάντρες μαργαριταρένιες. Εφτυσε τότε τις χαντρες στη χούφτα της κι έτρεξε να δαγκώσει μερικά ποτηράκια ακόμα. Είχε απόλυτη ανάγκη από ένα μακρύ μακρύ κολλιέ!

Τρίτη, Ιανουαρίου 12, 2010

094. το φάντασμα του Κολοράντο

Οταν η Βέρα Καλτάκα επισκέφτηκε τη κοιλάδα του Κολοράντο, συνάντησε έναν άνθρωπο μασκαρεμένο σε ινδιάνο. Φορούσε το χαρακτηριστικό κάλυμμα του κεφαλιού, εκείνο με τα φτερά, αλλά από κάτω φόραγε ένα μαύρο πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι το λαιμό κι ένα τριμμένο μπλουτζίν. Στα πόδια δεν φορούσε τίποτα, ήταν ξυπόλητος και αυτό την εντυπωσίασε: «Δεν καίγονται οι πατούσες σας;» τον ρώτησε, αλλά εκείνος απέστρεψε περήφανα το πρόσωπο, έκανε μεταβολή, πέρασε μέσα από ένα βράχο σαν φάντασμα και εξαφανίστηκε. Τότε ακριβώς, η Βέρα Καλτάκα κατάλαβε πως είχε την τιμή να απεύθύνει το λόγο σε κάτι τι ανύπαρκτο. Περισσότερο ανύπαρκτο ακόμα κι από τον ωραίο Μεργκαέλ, που απλώς δεν της έδινε σημασία όταν του μιλούσε.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...