Πέμπτη, Δεκεμβρίου 31, 2009

093. Ο Μεργκαέλ φεύγει από το πανεπιστήμιο

Μια μέρα χειμωνιάτικη, πήρε ο ωραίος Μεργκαέλ των ομματιών του και, κρατώντας την επαγγελματική του τσάντα στο αριστερό χέρι κι ένα μικρό ρολό χαρτιά στο δεξί, βγήκε από το γραφείο και άρχισε να περπατά στους δρόμους του πανεπιστημίου της γειτονιάς του προσπαθώντας να βρει διέξοδο προς τα χωράφια. Η πόλη τον έπνιγε, ακόμα και η πανεπιστημιούπολη που ήταν σχετικά πρασινισμένη με θάμνους και γκαζόν. Αναζητούσε περισσότερο πράσινο, άπλα, αγρούς, χωράφια, να μυρίσει χορτάρι αληθινό, πώς το λένε! Φοιτητές περνούσαν δεξιά κι αριστερά του, μερικά ζευγαράκια στεκόντουσαν να φιληθούνε, άλλοι καθόντουσαν και διάβαζαν σε μέρη σκιερά κι άλλοι λιαζόντουσαν ξαπλωμένοι στα γρασίδια. Ο Μεργκαέλ προχωρούσε χωρίς να βρίσκει δρόμο διαφυγής. Ολο γύρω γύρω τριγυρνούσε. Αρχισε να εκνευρίζεται που τα δρομάκια ήταν τόσο μπερδεμένα κι αναρωτιόταν πώς βρίσκουν οι φοιτητές το δρόμο για το σπίτι τους ή αν παραμένουν σε όλη τη διάρκεια των σπουδών τους φυλακισμένοι μέσα σε αυτή τη φοιτητούπολη. Την ιδέα του ενίσχυσε ο θόρυβος των αλυσίδων που φορούσαν, άλλοι στα χέρια κι άλλοι στο λαιμό. Πρόσεξε ότι μερικοί φορούσαν μικρά αλυσιδάκια στα αυτιά, κάποιοι είχαν τρυπημένες μύτες και γλώσσες. Μια κοπελίτσα με κοντό μπλουζάκι άφηνε να φαίνεται μια αλυσίδα περασμένη στον αφαλό της. «Τι συμβαίνει εδώ μέσα;» έσπαγε το κεφάλι του να δώσει απάντηση. Μετά, αφού σκέφτηκε ότι όλοι αυτοί σίγουρα έβρισκαν τρόπο να βγαίνουν έξω, έτρεξε στη καντίνα, ζήτησε ένα ανοιχτήρι κονσέρβας, τρύπησε το δεξί του αυτί και κρέμασε την αλυσίδα με τα κλειδιά του. Εφυγε χαρούμενος, με τα κλειδιά να ηχούν γλυκά -γκλιν γκλιν γκλιν- και όλα έγιναν πανεύκολα γι αυτόν: ο δρόμος διεξόδου φάνηκε στη πρώτη στροφή, αλλά το παράξενο είναι πως δεν ήθελε πια να φύγει απο εκεί!

Παρασκευή, Νοεμβρίου 20, 2009

092. Ο Κυνηγός των Κουνουπιών

Μια φορά, ο ωραίος Μεργκαέλ συνάντησε έναν που μάζευε κουνούπια. Ηταν, σα να λεμε, κυνηγός κουνουπιών και τα έπιανε με το ίδιο του το αίμα. Καθόταν σε μια ξύλινη πολυθρόνα στην άκρη του δάσους και περίμενε υπομονετικά να σουρουπώσει, γιατί τα κουνούπια τσιμπούν πάντα σούρουπο.

Ηδονιζόταν με τα πρώτα βουΐσματα πλάι στα αυτιά του, μετά άπλωνε νωχελικά τα μέλη για να δεχτούν τις τσιμπιές και, φυσικά, γέμιζε το απαλό του δέρμα από χιλιαδες καντήλες κάθε βράδυ. Οταν σκοτείνιαζε στα γερά, σηκωνόταν και πήγαινε να κοιμηθεί. Η φαγούρα δεν τον ενοχλούσε πολύ, μια και είχε ικανοποιήσει την άλλη του φαγούρα: τρωγόταν να μαζεύει χρήματα! Πούλαγε λοιπόν ένα ευρώ το κουνούπι και με τα λεφτά αυτά αγόραζε κουνουπίδια, που τα πουλούσε κατόπιν στη λαϊκή. Ο άνθρωπος αυτός ήταν μανάβης. Λέμε "ήταν" γιατί πέθανε από σηψαιμία. Τον σκότωσαν τα πολλά τσιμπήματα γιατί, ως γνωστόν, τα λεφτά δηλητηριάζουν και το αίμα -όχι μόνο το μυαλό. Ο ωραίος Μεργκαέλ έμαθε πολλά πράγματα από εκείνη τη συνάντηση, όπως π.χ. να προστατεύει το ευαίσθητο δέρμα του με αντικουνουπικό και να αποφεύγει τους μανάβηδες και τα κουνουπίδια.

Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2009

091. στα πλακάκια

Του αρέσει να τη παίρνει στα πλακάκια. Εκείνη δεν λέει όχι, γιατί εκείνος είναι ο Αρχηγός. Η Βέρα Καλτάκα δεν διανοήθηκε ποτέ να του αρνηθεί τίποτα. Μια ζωή σεξ στα όρθια και στα πλακάκια. Με νερό από πάνω να τρέχει ή και στα στεγνά. Σε λουτρά πολυτελών ξενοδοχείων, σε υπόγεια ουρητήρια, οπουδήποτε, αρκεί να υπάρχουν πλακάκια. Μονόχρωμα, κατά προτίμηση. Τα χρωματιστά δεν τα μπορεί ο Αρχηγός. Δεν αγαπά τα χρώματα ούτε τα σχέδια. Τα γκρίζα ειναι η αδυναμία του, ίσως και τα ανοιχτογάλαζα κάπως. Χτες το βράδυ όμως, εκείνη το ξανασκέφτηκε και, όταν της τηλεφώνησε να βρεθούν στη πλατεία για να τη γαμήσει υπογείως, στα δημόσια ουρητήρια, η Βέρα Καλτάκα είπε το πρώτο της όχι. Σήμερα το πρωί βρέθηκε νεκρή. Με σπασμένο κρανίο. Από ένα γκρίζο πλακάκι. Αναζητείται ο δράστης και τα τηλέφωνα του Αρχηγού έχουν πάρει φωτιά.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 08, 2009

090. το αηδόνι, τα κρουστά και ο Παράδεισος

Είχε ξετρελλαθεί με τα κρουστά από τη βραδιά που άκουσε το μεγάλο Λάιονελ Χάμπτον να παίζει σε ένα τηλεοπτικό σταθμό. Ακουγε και δεν πίστευε στα αυτιά του, τόσο το είχε συνεπάρει ο ήχος του ξυλόφωνου και των τυμπάνων. Ηταν ένα αηδόνι μονάχα, όμως. Ενα αηδόνι με φτερούγες, που τραγουδούσε. Αποφάσισε να προσαρμόσει ξυλαράκια στα φτερά του, τα κόλλησε με κερί και άρχισε να κοπανά τα συρματοπλέγματα που έζωναν ένα χωράφι. Ο ήχος δεν έφτανε ούτε το νυχάκι του Λάιονελ. Απελπίστηκε. Ξαναπροσπάθησε. Τα ξυλαράκια ξεκόλλησαν. Το αηδόνι έπεσε ανάσκελα στα χόρτα. Εκανε "ωχ" και ο Λάιονελ έστησε αυτί. Ηταν το αγαπημένο του αηδόνι, το αηδόνι που τού έδινε έμπνευση με τις γλυκειές του μελωδίες. Το αηδόνι ξανάκανε "ωχ, ωχ, ωχ" επειδή πονούσε και επειδή ήξερε πως δεν θα έφτανε ποτέ τη μεγαλοσύνη του Λάιονελ. Δεν ήξερε όμως ότι ο μεγάλος των κρουστών εμπνεόταν απο το δικό του τραγούδι κι έτσι αφέθηκε να ξεψυχήσει. Τα διηγήθηκαν όλα αυτά συναμετάξυ τους μετά από μερικά χρόνια, όταν συναντήθηκαν στον Παράδεισο και κατάφεραν επιτέλους να παίξουν μαζί.

Τρίτη, Ιουλίου 21, 2009

089. ο ωραίος Μεργκαέλ παίρνει των ομματιών του

Σήμερα το πρωί, ο ωραίος Mεργκαέλ Ωγκαίο ξύπνησε και έτριψε τα μάτια του να ανοίξουν. Οπως τα έτριβε, κατάλαβε ότι το δεξί του μάτι δεν ήταν ακριβώς μάτι. Η ξανάστροφη της δεξιάς του παλάμης άγγιζε κάτι τι σκληρό και κρύο. Το δεξί του μάτι δεν άνοιγε με τίποτα. Ετρεξε πανικόβλητος στον καθρέφτη του λουτρού του και είδε -με το αριστερό του μάτι- τί συνέβαινε: στη θέση του δεξιού του ματιού, βρισκόταν ένα αλουμινένιο κουτάκι από αναψυκτικό! Κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά και κατάλαβε ότι το κουτάκι ήταν άδειο. «Λες να είναι το κουτάκι από το αναψυκτικό που ήπια χτες το βράδυ;» αναρωτήθηκε «αλλά πάλι, το κουτάκι εκείνο το πέταξα» συνέχισε τη σκέψη του «μόνο που δεν θυμάμαι ακριβώς πού...» το μυαλό του έψαχνε απεγνωσμένα την αιτία της μεταμόρφωσης του ματιού του από μάτι σε κουτάκι αλουμινίου. «Μυστήρια πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο που ζούμε...» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και πήρε των ομματιών του κι εγκατέλειψε τη σκατοχώρα όπου μέχρι τότε ζούσε.

__________
εικονα απο http://ecomonkey.blogspot.com/

Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2009

088. Αρχηγός και Μαϊντανός

Ο Αρχηγός είναι ένα παράξενο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Λαμβάνετε ένα ημίτρελο και ημιμαθές πρόσωπο, το οποίο νομίζει πως α) τα έχει τετρακόσια και β) ότι γνωρίζει τα πάντα. Προσθέτετε μια δόση μεγαλομανίας και τρεις σταγόνες εσσάνς από μανία καταδίωξης, μια πρέτζα ανάγκης για αυτοπροβολή και τρεις ουγγιές πατερναλισμού. Ξεσκονίζετε το αποτέλεσμα συχνά, προσπαθώντας να το κρατάτε φρέσκο για παν ενδεχόμενο. Προσοχή στη χρήση, μη το ακουμπάτε χωρίς γάντια, το αρχηγιλίκι είναι κολλητικό. Μόλις ο Αρχηγός που κατασκευάσατε τελειώσει το έργο για το οποίο τον προορίζατε, του ρίχνετε λίγη λάσπη και τον πετάτε στη χωματερή -αυτό ισχύει κυρίως για τους περιστασιακούς Αρχηγούς. Μερικοί πετυχημένοι Αρχηγοί, καλό είναι να απομακρύνονται προσεκτικά και να παραμένουν στο μούσκιο (ή στο ψυγείο) για πιθανή μελλοντική χρήση. Γενικά, πριν πετάξουμε έναν Αρχηγό στα σκουπίδια μελετούμε το ενδεχόμενο επαναφοράς του στο προσκήνιο. Σε περίπτωση που κρίνεται απαραίτητη η ανάσυρση ενός απορριφθέντος και λασπωθέντος Αρχηγού, αρκεί να δημιουργήσετε ένα (μικρό ή μεγάλο) μύθο γύρω από το πρόσωπό του -σε μεγάλη ανάγκη κάντε και μια μικροεπανάσταση- και ο Αρχηγός σας θα επανακάμψει φρεσκότατος.

Ο Μαϊντανός μοιάζει πολύ με τον Αρχηγό, μόνο που αναλώνεται συντομότερα και κοστίζει απείρως πιο φτηνά. Μπορείτε να τον χρησιμοποιείτε όποτε, όπου και όπως θέλετε, ψιλοκομμένο ή με ολόκληρα τα φύλλα του, μόνο του ή μαζί με άλλα ζαρζαβατικά. Βασικό προτέρημα του Μαϊντανού είναι ότι βρίσκεται σε αφθονία στη Φύση και δε χρειάζεται κόπο και χρόνο για να κατασκευαστεί. Σε μερικούς τόπους απαντάται άγριος σε απέραντα λιβάδια, αλλού τον φυτεύουν σε γλάστρες. Οπως και να είναι, σε όποια κατάσταση και να βρίσκεται, ο Μαϊντανός είναι ένα προϊόν αναλώσιμο (προσωρινής χρήσης) και δεν αξίζει να φυλάσσεται: όταν μαραθεί, πετιέται στα σκουπίδια, συχνότατα κι από μοναχός του και χωρίς να υπάρχει ανάγκη λασπώματος.

Σάββατο, Ιουλίου 11, 2009

087. όταν το άλογο φορά πέδιλα βατράχου

Μια φορά, ήταν ένα άλογο που φοβόταν το νερό και, για να αντιμετωπίσει το φόβο του, πηγαινορχόταν στο Παρίσι κολυμπώντας. Στο δρόμο, έπινε πολύ νερό αλμυρό, αλλά συνέχιζε απτόητο την άσκηση. Το σωσίβιο που φορούσε στο λαιμό, του θύμιζε τα χάμουρα κι έτσι νόμιζε πως ο -ανύπαρκτος- αναβάτης είχε την ευθύνη της πορείας στη θάλασσα. Οταν κατάλαβε ότι αναβάτης δεν υπήρχε, ζήτησε τη συμβουλή του ναυτικού κι ο ναυτικός του είπε να φορέσει βατραχοπέδιλα. Το άλογο σκότωσε ένα βάτραχο κι έκλεψε τα πέδιλά του. Ξέχασε να σκοτώσει κι άλλον ένα βάτραχο για να κλέψει κι άλλα δυο βατραχοπέδιλα. Ετσι, το οικοδόμημα της εμπιστοσύνης του στα βατράχια κατέρρευσε μέσα σε μια νύχτα. Χρέωνε όλα τα βατράχια με τη λιποψυχία του, που δεν μπορεσε να σκοτώσει δυο, αλλά μόνον ένα. Οταν ξημέρωσε, αποφάσισε να δοκιμάσει να ταξιδέψει -πάλι για Παρίσι, εννοείται- με το σωσίβιο και δυο βατραχοπέδιλα μονάχα. Ο εξοπλισμός αυτός δεν το βοήθησε καθόλου κι έτσι το άλογο πνίγηκε σε μια κουταλιά νερό. Ο ναυτικός κρατούσε το κουτάλι.

Πέμπτη, Ιουνίου 18, 2009

086. δυο τρύπες στο νερό

Μια φορά, ήταν δυο σταγόνες νερού που συζητούσαν. Ξαφνικά, η μια κατέβασε μια ιδέα: «Δεν κάνουμε δυο τρύπες στο νερό;» ρώτησε την άλλη και η άλλη σταγόνα απάντησε: «Μα αφού το ξέρεις, δεν γίνονται τρύπες στο νερό!» Με το πες πες όμως, η πρώτη σταγόνα έπεισε τη δεύτερη να δοκιμάσουν.
«Ας το δοκιμάσουμε, τουλάχιστον, τι έχουμε να χάσουμε;» της είπε. Ετσι, αποφάσισαν να κάνουν δυο τρύπες στο νερό κι έπεσαν με ορμή πάνω σε μια νερένια επιφάνεια και το νερό κατάπιε και τις δυο και ξεδίψασε.


Zwei Löcher im Wasser 

Einmal waren da zwei Tropfen Wasser, die miteinander sprachen. Plötzlich kam dem einen eine Idee. „Sollen wir nicht zwei Löcher ins Wasser machen?“, fragte er den anderen und der andere Tropfen antwortete. „Aber Du weißt doch, das geht nicht, es gibt keine Löcher im Wasser!“ Wo sie aber so daherbabbelten, überzeugte der erste Tropfen den zweiten, es einmal zu versuchen. „Lass es uns zumindest einmal versuchen, was haben wir denn zu verlieren?“, sagte er. So beschlossen sie, zwei Löcher ins Wasser zu machen, fielen schwungvoll auf eine Wasseroberfläche und das Wasser verschluckte beide und stillte seinen Durst.
__________
μετάφραση από την Gerrit Monnartz

Παρασκευή, Μαΐου 22, 2009

085. ο ωραίος Μεργκαέλ και το αυγό

Ο ωραίος Μεργκαέλ είχε τρία μερόνυχτα να κοιμηθεί και νύσταζε πολύ. Νύσταζε τόσο πολύ, που επιθυμούσε να βρεθεί μέσα σε ένα αυγό και να κοιμηθεί μακαρίως μακριά από κάθε θόρυβο. Το αυγό -έτσι νόμιζε και μπορεί να είχε και δίκιο- είναι στεγανό από κάθε ήχο, με άψογη ηχομόνωση. Ετσι, το μόνο μέρος όπου θα μπορούσε κανείς να ησυχάσει και να κοιμηθεί όσο θέλει, ήταν, κατά τη γνώμη του, ένα αυγό. Πήρε λοιπόν ένα αυγό, αποφασισμένος να κάνει πράξη τη φαντασία του. Πώς όμως θα έμπαινε μέσα στο αυγό χωρίς να το σπάσει; Αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα και ο ωραίος Μεργκαέλ καθόταν και κοίταζε το αυγό ψάχνοντας να βρει κάποια λύση. Καθόταν και κοίταζε το αυγό με τις ώρες, μέχρι που έγινε αληθινό κοτόπουλο!

Δευτέρα, Απριλίου 06, 2009

083. το πάρτι της καρφίτσας

Η δεσποινίς Ζωή καθόταν πάνω στα ξώφτερνα ψηλοτάκουνα ξύλινα γοβάκια της. Το δέρμα των υπέροχων ποδιών της αεριζόταν μέσα από το διχτυωτό μαύρο καλσόν. Είχε αποκάμει να χορεύει στο πάρτι της καρφίτσας, ένα πάρτι όπου δεν έπεφτε καρφίτσα, που λένε. Είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την αλήθεια του ρητού αυτού όταν έπεσε η μικρή καρφίτσα που συγκρατούσε το στρίφωμα του αριστερού της μανικιού τη στιγμή που, με το χέρι αυτό σηκωμένο ψηλά, εκτελούσε μια χορευτική φιγούρα.
Η καρφίτσα έμεινε μετέωρη διερωτώμενη για την οδό η οποία θα την οδηγούσε στο πάτωμα, δεδομένου ότι το πάτωμα είναι ο απώτερος προορισμός όλων των καρφιτσών ανεξαρτήτως μεγέθους, αλλά δρόμο δεν έβρισκε κι έτσι έμεινε μετέωρη να χορεύει κι αυτή -στον αέρα όμως.

Τρίτη, Μαρτίου 24, 2009

082. η δεσποινίς Πανωλεθρία

Μετά την περιπετειώδη συνεύρεσίν της εις τα χειμερινά ανάκτορα με τον ωραίο Μεργκαέλ Ωγκαίο, η δεσποινίς Πανωλεθρία απεφάσισεν να φορά εις το εξής πανοπλίαν αργυράν δια να προστατεύει το ωραίον της σώμα από αμυχάς, καθώς και δια να διατηρεί νωπήν την αρρενωπήν οσμήν του εραστού της. Μίαν ωραίαν πρωίαν, τον εκάλεσεν εις το ανάκτορόν της ίνα επαναλάβωσιν τους ερωτικούς χαριεντισμούς, αλλά ο ωραίος Μεργκαέλ δεν άντεξεν την θέαν μιας γυναίκας ενδεδυμένης πανοπλίαν και δεν ηδυνήθη να συνευρεθεί εκ νέου μετ' αυτής: Η δεσποινίς Πανωλεθρία τον ηχρήστευσεν ως άνδρα, τον έκλεισε, πώς το λένε!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...