Παρασκευή, Δεκεμβρίου 17, 2010

116. η χώρα των Σοφών Κώλων

Κάποτε, ο Ποιητής αποφάσισε να κάνει ένα μακρινό ταξίδι, να πάει όσο πιο μακριά γινόταν. Ρώτησε λοιπόν, ποια είναι η πιο μακρινή χώρα κι ένας ταξιδιωτικός πράκτορας του είπε πως είναι η χώρα των Σοφών Κώλων. Μέχρι να τακτοποιήσει τα εισιτήρια τρένων, πλοίων και αεροπλάνων, που θα τον πήγαιναν στη χώρα των ονείρων του, έγραφε ποιήματα για κώλους. Για όμορφους κώλους στρογγυλούς και τσιτωμένους, αλλά και για πισινούς πεσμένους, ζαρουκλιασμένους ή ατροφικούς, για τροφαντά κωλαράκια, αλλά και για μαραμένα οπίσθια. Γέμιζε σελίδες επί σελίδων με γλαφυρά ποιήματα, αλλά και με ολόκληρες ελεγείες και έπη, ιστορώντας με στίχους τους κώλους της φαντασίας του, τόσο που το μυαλό του γέμιζε σκατά χωρίς να το καταλαβαίνει. Το πρόβλημα του Ποιητή ήταν ότι περιεγραφε την εξωτερική εμφάνιση των κώλων και ουδεμία σημασία έδινε στο περιεχόμενό τους, οπότε, το περιεχόμενο εισερχόταν στα κρυφά και στα μουλωχτά και κατελάμβανε θέση μέσα στο νου του Ποιητή, αφού εκείνος προτιμούσε να αρνείται την ύπαρξη του περιεχομένου αυτού. Μετά από αρκετό καιρό, όταν ετοιμάστηκαν όλα τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα και ο Ποιητής υπεβλήθει σε όλες τις απαραίτητες εξετάσεις, έκανε και τα ειδικά πανάκριβα εμβόλια, ήρθε η πολυπόθητη μέρα της αναχώρησης. Πρώτα μπήκε στο τρένο, όπου, λόγω κεκτημένης συνήθειας, παρατηρούσε τους ανθρώπινους κώλους αντί για τα πρόσωπα. Μιλούσε σε κώλους κοιτάζοντας τους κωλους στα μάτια -τρόπος του λέγειν "μάτια" γιατί ένας κώλος έχει μονάχα ένα μάτι, το οποίο μάλιστα δεν φαίνεται μια και βρίσκεται κάτω απο τα ρούχα. Κατόπιν, μπήκε στο πλοίο, όπου συνέχισε το ίδιο βιολί. Υστερα, έφτασε σε ένα μακρινό αεροδρόμιο, όπου θα ερχόταν το αεροπλάνο να τον μεταφέρει στον τελικό προορισμό του, όπερ και εγένετο. Ετσι, έφτασε μετά από μερικές ώρες στη χώρα των Σοφών Κώλων. Εκεί όμως, δεν υπήρχε κανένας κώλος. Κανένα πλάσμα δεν είχε κώλο. Οι άνθρωποι ήταν άκωλοι εντελώς, μια επιφάνεια επίπεδη ήταν η πίσω όψη τους, και ο Ποιητής αναρωτήθηκε πώς και από πού τάχα να χέζουν. Δεν δίστασε να ρωτήσει έναν περιπτερά ο, φημισμένος για την τόλμη του, Ποιητής: «Δεν μου λέτε παρακαλώ, πώς χέζετε σεις εδώ πέρα;» αλλά ο περιπτεράς αγνοούσε το ρήμα "χέζω" και υπέδειξε στον Ποιητή να απευθυνθεί στον σοφότερο Κώλο της χώρας, ένα γνωστό υπερήλικα ακαδημαϊκό. Θα πάω αύριο να ρωτήσω, σκέφτηκε ο Ποιητής και πήγε στο ξενοδοχείο, να τακτοποιήσει τις βαλίτσες του και να ξεκουραστεί. Στο δωμάτιο, που ήταν κατηγορίας υπερλούξ επτά αστέρων, υπήρχε ένα θαυμάσιο λουτρό με μπανιέρα τζακούτζι, ασπροφουφουλιασμένα μπουρνούζια και πετσέτες προσώπου λινές, αλλά λεκάνη τουαλέτας δεν υπήρχε πουθενά. Χτύπησε το κουδούνι, ήρθε μια καμαριερα -άκωλη κι αυτή, φυσικά- και της υπέδειξε την έλλειψη: «πού είναι η τουαλέτα δεσποινίς;» μα η κοπέλα απόρησε, επειδή δεν είχε ξανακούσει τη λέξη "τουαλέτα". Καλά, σκέφτηκε πάλι ο Ποιητής, θα ρωτήσω αύριο τον σοφότερο Κώλο της χώρας, κι έπεσε για ύπνο, αφού κατούρησε στο νιπτήρα -χέσιμο δεν ήθελε ακόμα, ένεκα η αλλαγή κλίματος. Το πρωί της επόμενης μέρας, επισκέφθηκε τον σοφότερο Κώλο, ένα κύριο γηραλέο αλλά συμπαθέστατο, και τον ρώτησε τα σχετικά. Εψαξε ο σοφός σε κάτι ογκώδη σκωροφαγωμένα βιβλία, και η απάντηση που έδωσε ήταν η εξής: «Εμείς εδώ, όπως ίσως παρατηρήσατε κύριε Ποιητά, δεν διαθέτομεν κώλον, άρα δεν παράγομεν το υποπροϊόν σκατά, άρα δεν χρειαζόμεθα τουαλέτας.» Ο Ποιητής ξαφνιάστηκε αρκετά, αλλά είχε την ψυχραιμία να συνεχίσει τις ερωτήσεις. Στην ερώτηση του Ποιητή «Και πώς ζείτε χωρίς να αποπατείτε;» ο Σοφότερος απάντησε «Εχομεν εξελίξει το γονίδιόν μας τοιουτοτρόπως ώστε να μη χρειάζεται να τρώμε, άρα ούτε και να χέζομεν, αγαπητέ Ποιητά. Εχομεν το πλεονέκτημα έναντι των άλλων ανθρώπων να μη χρειαζόμεθα καν τροφήν δια να ζήσομεν.» Φοβερή οικονομία! κραύγασε από μέσα του, βεβαίως, ο Ποιητής, αποτολμώντας μιαν επιπλέον ερώτηση «Πώς προέκυψε, σεβαστέ σοφότατε Κώλε, αυτή η ανάγκη εξελίξεως του γονιδίου στη χώρα σας;» και ο Σοφότατος αναστέναξε πριν απαντήσει «ααααχ, προέκυψεν δια λόγους οικονομίας, αλλά ήτο μεγάλο λάθος, αγαπητέ Ποιητά, μεγάλο σφάλμα σας λέγω, διότι το αποτέλεσμα αυτής της εξελίξεως ναι μεν είναι εποικοδομητικόν δια την οικονομίαν της χώρας, αλλά δια το γένος των ανθρώπων είναι τεράστιον πλήγμα, δεδομένου ότι δεν είμεθα πλέον άνθρωποι αλλά υπερμεγέθη περιττώματα... αχχχ...» Ο Ποιητής δεν ηθέλησε να ακούσει περισσότερα, πήγε στο ξενοδοχείο, μάζεψε τα μπαγκάζια του, έτρεξε στο αεροδρόμιο, έκανε ολόκληρο το μακρύ ταξίδι ανάποδα, έφτασε στην πατρίδα του, έτρεξε γραμμή στο καμπινέ και ξαλάφρωσε από κόπρανα μιας εβδομαδας τουλάχιστον, διαβεβαιώντας τον εαυτό του ότι θα πάψει να ονειρεύεται μακρινά ταξίδια και να γράφει ποιήματα για κώλους.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 26, 2010

115. περιμένοντας το μήνυμα


Ο μουσικός περιμένει. Πέρα δώθε βηματίζοντας, περιμένει. Ομίχλη στο σταθμό, οι ράγες του τρένου υγρές κι αυτός περιμένει. Περιμένει το μήνυμα που θα του φέρει το τρένο, αν έρθει. Η πιθανότητα να μην έρθει το τρένο, ούτε καν περνάει απο το νου του. Για πολλές ώρες, σκέφτεται μοναχά το μήνυμα. Το μήνυμα και το τρένο που θα το φέρει. Κάποια στιγμή κουράζεται, αρχίζουν τα πόδια να πονούν -τόσες ώρες ορθός και τόση υγρασία!- και ψάχνει κάπου να καθήσει, αλλά παγκάκι πουθενά, ο σταθμός κλειστός και ο σταθμάρχης απών. Ούτε ένα αυτόματο μηχάνημα, να βρει κάτι να πιεί. Κι αν θελήσει να φύγει με το τρένο που θα περάσει, αν τον καλεί κάπου το μήνυμα, δεν υπάρχει τρόπος να προμηθευτεί εισιτήριο. Ολα κλειστά κι αυτός να βηματίζει πέρα δώθε στην αποβάθρα, να περιμένει μέσα στην ομίχλη. Τι γκαντεμιά! Ούτε τα παπούτσια του δεν μπορεί να δει, τόσο πηχτή ομίχλη. Και τρένο δεν έρχεται. Κοντεύει να απελπιστεί εντελώς, μέχρι που ακούει ένα σφύριγμα. Το τρένο έρχεται.
«Επιτέλους!» μουρμουρίζει, προσπαθώντας να διακρίνει το σχήμα του συρμού να μαυρίζει στο βάθος. Το σφύριγμα δυναμώνει, όλο και δυναμώνει, σημάδι πως πλησιάζει το τρένο, το τρένο με το μήνυμα. Το σφύριγμα δυναμώνει τόσο πολύ, που αναγκάζεται να σφραγίσει τα αυτιά με τις παλάμες. Ενα σφύριγμα αλλόκοτο, τσιριχτό. Είναι άραγε τρένο αυτό που σφυρίζει έτσι, σαν να σκίζει τον αέρα; Σφίγγεται στο παλτό του, σηκώνει και το γιακά, βουλώνει καλύτερα τα αυτιά, να μην ακούει αυτό το σκίσιμο. Περιμένει να σταματήσει το τρένο ή, τουλάχιστον, να του πετάξει κάποιος το μήνυμα από ένα παράθυρο. Προσέχει καλά, όσο μπορούν να δουν τα μάτια μέσα από την ασπρίλα της πηχτής ομίχλης. Ο όγκος του συρμού φτάνει στο σταθμό, μαχαιρώνει ξανά και ξανά το ομιχλώδες πέπλο, το κόβει σε χίλια κομμάτια κι αυτός μένει να κοιτάζει -όσο μπορεί να δει- να κοιτάζει το μαύρο θηρίο που σφυράει σαν παλαβό.
Σφυρίζοντας και χωρίς να κόψει ταχύτητα πέρασε το τρένο. Χωρίς να σταματήσει πέρασε σφυρίζοντας, ο ήχος απλώθηκε, χαμήλωσε και χάθηκε μαζί με το τρένο που θα έφερνε το μήνυμα. Τόσες ώρες να περιμένει αδίκως; Θα έρθει πάλι αύριο στο σταθμό, γιατί είναι σίγουρος πως μήνυμα υπάρχει. Εκτός αν το μήνυμα ήταν αυτό το σφύριγμα, αν ήταν ο ήχος που τον ξεκούφαινε και σφράγιζε τα αυτιά να μην ακούει. Τέτοια σκέψη όμως, δεν περνάει απο το νου του, γιατί περιμένει το μήνυμα που θέλει να περιμένει και δεν είναι έτοιμος να δεχτεί οποιοδήποτε μήνυμα. Δεν είναι έτοιμος να πιστέψει πως μήνυμα μπορεί και να μην έρθει, να μην υπάρχει καν. Θα ξανάρθει λοιπόν να περιμένει, δίχως να καταλαβαίνει πως ίσως το μήνυμα μπορεί να είναι ακριβώς αυτό: η αναμονή.

μετάφραση στα γερμανικά από την Gerrit Monnartz:

Warten auf die Nachricht 

Der Musiker wartet. Hin- und hergehend, wartet er. Nebel am Bahnhof, die Schienen feucht und er wartet. Er wartet auf die Nachricht, die der Zug bringt, wenn er denn kommt. Die Möglichkeit dass der Zug nicht kommt, kommt ihm nicht mal in den Sinn. Viele Stunden lang denkt er nur an die Nachricht. Irgendwann wird er müde, seine Füße beginnen zu schmerzen – so viele Stunden auf den Beinen und die Feuchtigkeit! – und er sucht nach einer Sitzgelegenheit, aber keine Bank nirgendwo, der Bahnhof geschlossen und kein Schaffner anwesend. Nicht mal ein Automat, dass er was zu trinken finden könnte. Und wenn er mit dem Zug weg wollte, der vorbei kommt, wenn ihn die Nachricht irgendwohin ruft, kann er nicht mal einen Fahrschein kaufen. Alles geschlossen und er geht am Bahnsteig auf und ab, wartend im Nebel. Was für ein Pech! Nicht mal seine Schuhe kann er sehen, so dicht ist der Nebel. Und kein Zug kommt. Er ist beinahe völlig entmutigt, als er ein Pfeifen hört. Der Zug kommt.
„Endlich!“, murmelt er und versucht, die schwarze Gestalt des Zuges in der Tiefe auszumachen. Das Pfeifen wird lauter, immer lauter, ein Zeichen dafür, dass sich der Zug nähert, der Zug mit der Nachricht. Das Pfeifen wird so laut, dass er sich die Ohren mit den Handflächen zuhalten muss. Ein Pfeifen der anderen Art, schrill. Ist das nun ein Zug, der so zischt, als zerreiße er die Luft? Er verkriecht sich in seinem Mantel, schlägt auch den Kragen hoch, verstopft die Ohren noch besser, um das Zerreißen nicht zu hören. Er wartet darauf, dass der Zug stehen bleibt, oder wenigstens, dass ihm jemand die Nachricht aus einem Fenster wirft. Er gibt gut Acht, so sehr wie es seine Augen in dem Weiß und dem dichten Nebel vermögen. Das Ungetüm von Zug erreicht den Bahnhof, durchschneidet wieder und wieder den nebligen Schleier, schneidet ihn in tausend kleine Teile und er bleibt und sieht – soweit er kann – sieht das schwarze Ungeheuer an, das wie verrückt zischt.

Zischend und ohne Geschwindigkeit zu verlieren ist der Zug vorbei gefahren. Ohne anzuhalten ist er pfeifend vorbeigefahren, der Klang hat sich ausgebreitet, wurde leiser und ist mit dem Zug, der die Nachricht bringen würde, verschwunden. Hat er so viele Stunden umsonst gewartet? Morgen wird er wieder zum Bahnhof kommen, denn er ist sicher, dass es eine Nachricht gibt. Es sei denn die Nachricht wäre dieses Pfeifen, wenn es der Klang wäre, der ihn betäubte, ihn die Ohren verschließen ließ, damit er ihn nicht höre. Ein solcher Gedanke aber taucht nicht in seinem Kopf auf, denn er wartet auf die Nachricht, auf die er warten will und er ist nicht bereit, jedwede Nachricht aufzunehmen. Er ist nicht bereit, zu glauben, dass auch keine Nachricht kommen könnte, dass es vielleicht gar keine gäbe. Er wird also wieder kommen, um zu warten, ohne zu verstehen, dass die Nachricht vielleicht genau diese ist: das Warten.

Κυριακή, Νοεμβρίου 07, 2010

114. «Μίλα μου για μένα»


Αυτό ακριβώς της είπε Εκείνος, να του μιλάει γι αυτόν, και μετά συμπλήρωσε «κι εγώ θα σου μιλάω για σένα, πόσο καλή είσαι, τί ωραία που μαγειρεύεις, πώς με τρελλαίνουν τα χάδια σου, πώς με ζαλίζει το άρωμα των μαλλιών σου, όλο τέτοια θα σου λέω, όχι για το πώς αισθάνομαι για σένα, αν είμαι ευτυχισμένος μαζί σου, αν σ' αγαπώ και κρυάδες, και μετά πες μου κι εσύ για μένα» κι Εκείνη του είπε «σ' αγαπώ τρελλούτσικε, ό,τι και να μου λες» κι Εκείνος άνοιξε τη μπαλκονόπορτα, βγήκε στο μπαλκόνι, ανέβασε το ενα πόδι στο κάγκελο, πέρασε και το άλλο πόδι και -παφ!- έσκασε στο πεζοδρόμιο σα μπαλόνι γεμάτο νερό, μόνο που δε γέμισε νερά ο δρόμος, αίματα γέμισε, και μια κυρία φώναζε για το καινούργιο της παλτό και ποιος θα την αποζημιώσει κι Εκείνη βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε την κυρία και το παλτό και φώναξε «τί σκούζεις κυρά μου; σιγά το παλτό!» και μετά κατέβηκε κάτω και μαλλιοτραβήχτηκαν κάμποσην ώρα -πάλι αίματα και σάλια- μέχρι που έφτασε το ασθενοφόρο και τις πήρε, επειδή νόμισαν οι τραυματιοφορείς ότι για τις γυναίκες αυτές το είχαν καλέσει, και ο σκασμένος Εκείνος έμεινε λιώμα στις πλάκες και ήρθε ένας οδοκαθαριστής κι έσπρωξε τα κομμάτια στο οδόστρωμα γιατί βαριόταν, και πάτησαν τα κομμάτια τα διερχόμενα οχήματα και τα ισοπέδωσαν όπως κάνουν με τα ψόφια σκυλιά.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 14, 2010

113. Μουσική σκόνη

Ο μουσικός παίζει το βιολοντσέλο του με φόντο την πρασινωπή σκόνη του δωματίου, ενώ έξω από τα κλειστά τζάμια περνούν άλογα ξανθά με μακριές ουρές και τροφαντά καπούλια, που σέρνουν άμαξες με χαριτωμένες δεσποινίδες. Ο μουσικός συνεχίζει να παίζει για ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια πολλά, και ο ήχος του οργάνου όλο και μαλακώνει, γίνεται τρυφερός σαν απαλό μπαμπάκι και απορροφά τη σκόνη. Το δωμάτιο γεμίζει φως, πλημμυρίζει ήλιο και θαλπωρή. Τα άλογα συνεχίζουν να περνούν, ολόξανθα και τροφαντά, οι ουρές τους όλο και μακραίνουν και σκουπίζουν τα ρείθρα του δρόμου ρυθμικά, λες και ακούν τον ήχο του βιολοντσέλου. Ο ήχος όμως παραμένει καλά κλεισμένος στο πρώην σκονισμένο δωμάτιο, μέχρι που ο μουσικός σταματά να παίζει, σηκώνεται, τανίζει τους πιασμένους μύες των ώμων και ανοίγει διάπλατα τα τζάμια. Ο ήχος ξεχειλίζει απο το δωμάτιο προς το δρόμο, όπως ο αφρός της μπίρας χύνεται από το ποτήρι προς το λινό τραπεζομάντιλο. Απλώνεται ο ήχος και πνίγει κάθε άλλο ήχο -τον ήχο από τις ροδες των αμαξιών, τον ήχο των τελάληδων και των πραματευτάδων- παρ' όλο που ο μουσικός έχει σταματήσει να παίζει. Ο μουσικός κοιτάζει τα δάχτυλά του. Καταλαβαίνει ότι η σκόνη, που απορροφήθηκε από τον μαλακωμένο ήχο, πέρασε στο δέρμα των δαχτύλων κι αυτά είναι τώρα ζαρωμένα. Χτυπά το κουδούνι της εξώπορτας, ο μουσικός ανοίγει, μπαίνει ένας νεαρός μουσικός, κλείνει τα τζάμια, κάθεται στη θέση του παλιού μουσικού και αρχίζει να παίζει° βιολοντσέλο, φυσικά. Εξω από τα κλειστά τζάμια περνούν άλογα ξανθά με μακριές ουρές και τροφαντά καπούλια, που σέρνουν άμαξες με χαριτωμένες δεσποινίδες. Ο παλιός μουσικός γίνεται σκόνη και απλώνεται στους πρασινωπούς τοίχους του δωματίου...

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 21, 2010

112. Χρονικό μιας ανοησίας


Μια μέρα, ο συγγραφέας συνάντησε τυχαία ένα παλιό συμμαθητή του. Καθήσανε στη σκιά της μαρκίζας, έξω από το σαλούν, άναψαν τις πίπες τους, και ο συμμαθητής άρχισε να μιλά σαν από μέσα του:
«Θα το πιώ κι αυτό το ποτήρι, σκέφτηκα τότε και προσπάθησα να τη γυρίσω μπρούμυτα, τουλάχιστο να μη βλέπω τη μούρη της. Εκείνη αντιστάθηκε σθεναρά, κι έτσι έμπηξα το υπέροχο, γλυκό και απαλό κεντρί μου σε μια πέτρινη σχισμάδα. Ξαλάφρωσα. Επειδή ένοιωσα σα να την κατούρησα.
Ταγάρι μου είχε γίνει, αδερφέ μου. Οχι, δεν μου φορτωνόταν και πολύ με ραβασάκια και χαζομάρες, αλλά είχε κυριαρχήσει στη σκέψη μου, με διέλυε η εικόνα της, έτσι ισχυρή και κοροϊδευτική, όπως παρουσιαζόταν μέρα νύχτα στο μυαλό μου. Δεν το αρνούμαι, εγώ την έπλασα αυτή την εικόνα και προσπάθησα να της επιβληθώ με τον τρόπο μου. Την ήθελα χαζή. Δεν αντέχω να μου τη βγαίνουν οι γυναίκες. Κι αυτή, με τη χαλαρή συμπεριφορά της, όλο κι έβγαινε απο πάνω. Ετσι τό 'παιρνα. Οτι ήθελε να μου κάτσει στο σβέρκο. Κι έδωσα ένα τέλος. Οχι την αρχή που θα ήθελε εκείνη, αλλά το τέλος που ήθελα εγώ. Νίκησα; Αμφίβολο, τώρα που το ξανασκέφτομαι ήρεμος. Ηρεμος; Μια κουβέντα είναι. Ντρέπομαι τον εαυτό μου. Περισσότερο επειδή εκείνη δεν άλλαξε στάση απέναντί μου. Με κοιτάζει σαν και πρώτα και δε μπορώ να διακρίνω στο βλέμμα της την απογοήτευση που περίμενα να γεννηθεί εκεί μέσα, στα μαύρα της μάτια. Την ήθελα πληγωμένη ελαφίνα και είναι μια ατάραχη φάλαινα. Γυναίκες... Ακατανόητες ως συνήθως. Εσύ καταλαβαίνεις τίποτα απο δαύτες;»
Ο συγγραφέας σηκώθηκε και, χωρίς να απαντήσει στο μόλις διατυπωμένο ερώτημα, έκανε σήμα αποχαιρετισμού στον παλιό συμμαθητή του και απομακρύνθηκε ήρεμα. Μέσα απο τα δόντια του, ο παλιός συμμαθητής μουρμούρισε «ούτε κι εσύ με κατάλαβες φίλε...» αλλά ο συγγραφέας βρισκόταν πλέον αρκετά μακριά για να τον ακούσει. Είχε χάσει μεν τον παλιό του γνώριμο, τον είχε σιχαθεί μάλλον, αλλά είχε κερδίσει μια ιστορία. Κάπως έτσι βρίσκουν οι συγγραφείς τις ιστορίες τους, ή έρχονται οι ιστορίες και τους βρίσκουν...

Δευτέρα, Αυγούστου 30, 2010

111. εισιτήριο άνευ επιστροφής


Οταν κατάλαβε ότι η Μάνα της επιθυμούσε μια κόρη εντελώς διαφορετική από εκείνην, η Βέρα Καλτάκα βρισκόταν στα πρόθυρα του εκατοστού εβδομηκοστού όγδοου θανάτου της. Πιθανότατα η Μάνα να μην επιθυμούσε καν κόρη, αλλά αυτό είναι μια μικρή λεπτομέρεια μπροστά στην ικανότητά της να κάνει τη Βέρα να πεθαίνει τουλάχιστον πέντε φορές το χρόνο. Με τη δικαιολογία πως της είχε χαρίσει τη ζωή, της την έπαιρνε όποτε ήθελε και -αν και όταν ήθελε- της την ξανάδινε. Ετσι, η Βέρα ήταν μια γυναίκα άλλοτε πυροβολημένη, άλλοτε στραγγαλισμένη και άλλοτε πνιγμένη. Σπανίως η ζωή της χανόταν με ήρεμο τρόπο, η Μάνα ήταν απόλυτη σε αυτό: «Η ζωή πρέπει να παίρνεται στα ξαφνικά και με βία», έλεγε, «αλλοιώς δεν έχει μεγαλείο η πράξη του θανάτου» και η Βέρα άκουγε τη Μάνα και πέθαινε κάθε τρεις και λίγο όπως η Μάνα όριζε. Για πάρα πολλά χρόνια, ο θάνατος υπερτερούσε της ζωής για τη Βέρα και αυτό σχεδόν την ευχαριστούσε, μια και απώτερος στόχος της ήταν να νοιώθει τη Μάνα ευτυχισμένη. Η Μάνα όμως, ποτέ δεν ευχαριστιόταν ως Μάνα, ούτε ο θάνατος της κόρης τη συγκινούσε, ούτε η ζωή της, κυρίως με τη ζωή της Βέρας ήταν πάντα δυσαρεστημένη. Ο,τι και να έκανε η κόρη, ήταν κακά καμωμένο, κυρίως αν ήταν καμωμένο με πρόθεση την ευχαρίστηση της Μάνας. Αργησε πολύ η Βέρα Καλτάκα να καταλάβει ότι ήταν απολύτως αδύνατο να ευχαριστήσει τη Μάνα με τη ζωή της -πολύ περισσότερο ούτε με τον επαναλαμβανόμενο θάνατό της. Οταν το κατάλαβε όμως, αποφάσισε να μη ξαναπεθάνει για το χατήρι κανενός, τράβηξε κλήρο για τη χώρα όπου η μοίρα την καλούσε, έβγαλε εισιτήριο άνευ επιστροφής και πέταξε για την έρημο. Μάλιστα. Προσευχήσου άνθρωπε, προσευχήσου να μη τύχει ο ίδιος κλήρος και στη Μάνα, γιατί τότε αλί και τρισαλί στην καημένη τη Βέρα, προσευχήσου, να μην αρέσει η έρημος καθόλου στη Μάνα και αν της τύχει αυτός ο κλήρος να τον ακυρώσει. Αμήν.
____________________________
η εικόνα απο εδώ

Παρασκευή, Αυγούστου 27, 2010

110. στο περιθώριο


Μια μέρα, ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο ξύπνησε με ένα παράξενο συναίσθημα. Ενοιωθε μια βαθειά βαριεστημάρα, δεν άντεχε άλλο να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, όλα τον πίεζαν αφόρητα, ιδίως τα απανωτά τηλεφωνήματα που ζητούσαν τη γνώμη του, τη συμπαράστασή του, τις ευλογίες του. Ακόμα και τα τηλεφωνήματα φίλων, που τον προσκαλούσαν για ένα απεριτίφ, τα έβρισκε ανόητα και άνευ σημασίας. Τί θα μπορούσε πια να συζητήσει μαζί τους; Υπήρχε κάτι που δεν το είχαν αναλύσει διεξοδικά στα τόσα πολλά χρόνια της φιλίας τους; Ετσι, βαδίζοντας προς το λουτρό του λιτού διαμερίσματός του, σκέφτηκε στα σοβαρά να μπεί στο περιθώριο. Ελα όμως που δεν είχε σαφή ιδέα τί σημαίνει περιθώριο! Το φανταζόταν στενό, όπως ακριβώς τα περιθώρια των τετραδίων. Τα τετράδια έχουν δυο περιθώρια, ένα δεξί κι ένα αριστερό. Ποιο έπρεπε να διαλέξει; Μήπως να διάλεγε καλύτερα το περιθώριο ενός κάδρου; Ισως πράγματι να ήταν αυτό το ενδεδειγμένο περιθώριο για την ιδιοσυγκρασία του, ώστε, αν το μετάνοιωνε κάποια στιγμή, να μπορούσε να μεταπηδήσει σύντομα και με άνεση στο κέντρο του κάδρου, να βρεθεί ατάκα κιεπιτόπου ξανά στο επίκεντρο της προσοχής. Μάλιστα. Αυτό ακριβώς έπραξε εκείνο το πρωί, αφού ξυρίστηκε επιμελώς -για τελευταία φορά, πριν περιθωριοποιήσει τον εαυτό του. Μετά την πάροδο μερικών ημερών και αφού τα γένια του είχαν μεγαλώσει αρκετά, διαπίστωσε με μεγάλη απογοήτευση ότι εξακολουθούσαν να είναι αναγνωρίσιμα το πρόσωπο και το σουλούπι του. Κανείς δεν τον είχε ξεχάσει, ίσα ίσα μάλιστα, μερικοί τον επαινούσαν και θαύμαζαν το νέο του στιλ. «Γαμώτο» έβρισε από μέσα του, σιχτιρίζοντας ταυτόχρονα την έλλειψη άνεσης στα βρισίδια, «τί πρέπει να κάνω ακόμα;» αισθανόμενος την πίεση του περιβάλλοντος να μεγαλώνει, παρόλο που πλέον η πίεση είχε αλλάξει κατεύθυνση και αντί να έρχεται από τα άκρα προς το κέντρο, όπου ήταν η παλιά του θέση, ερχόταν από το κέντρο προς τα άκρα. Αποφάσισε λοιπόν να φορέσει μάσκα, αλλά και μετά από αυτή την κίνηση αντιπερισπασμού η αναγνωρισιμότητα τον κυνηγούσε κατά πόδας. Τον πρόδιδε το κομψό και νευρώδες κορμί του, το αγέρωχο στήσιμο ήταν ακόμα πιο προδοτικό. Τι άλλο να κάνει απο το να προσπαθήσει να αλλάξει αυτά τα γνωρίσματα, από το να παχύνει δηλαδή; Μάλιστα. Καλή ιδέα. Αρχισε να τρώει σαν μανιακός. Κυρίως παγωτά, γλυκά γενικώς, που παχαίνουν γρήγορα. Η ικανοποίηση που έλαβε τρώγοντας όσα είχε στερηθεί μια ζωή, προσπαθώντας να διατηρεί ανέπαφη τη γραμμή της σιλουέττας του, ήταν τεράστια. Τόσο μεγάλη ευτυχία είχε να νοιώσει από τον καιρό που ήταν ερωτευμένος με τη μεγάλη του αγάπη, τη Βέρα Καλτάκα. Μάλιστα. Οι μπαταρίες του γέμισαν στο φουλ, τόσο που δεν έβλεπε την ώρα να ξαναβρεθεί στο κέντρο του κάδρου της ζωής, το περιθώριο τον στένευε αφόρητα. Δοκίμασε μια, δυο, τρεις, έσπρωξε με όλη του τη δύναμη, αλλά ήταν αδύνατο να ξαναμπεί στο κάδρο. Εριξε μια ματιά αφ' υψηλού -όπως συνήθιζε να κάνει παλιά, όταν όλοι τον κυνηγούσαν εκλιπαρώντας την προσοχή του- και είδε ότι το κάδρο ήταν πλήρες, δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα, που λένε. Γεμάτο από κομψούς, αγέρωχους, νευρώδεις ανθρώπους, περιτριγυρισμένους από θαυμαστές που εκλιπαρούσαν για συμβουλές, επιβεβαίωση, συμπαράσταση, ευλογίες. Σκέφτηκε τότε με πίκρα ότι αν ήθελε να ξαναβρεθεί στο επίκεντρο του θαυμασμού θα έπρεπε να κάνει αυστηρή δίαιτα, να στερηθεί ένα σωρό πράγματα που τον ευχαριστούσαν, να βάψει τα μαλλιά του που είχαν γκριζάρει στο μεταξύ, να ξυρίσει και την πλούσια γενιάδα, να ξαναφορέσει τα γελοία στενά ρούχα και παπούτσια που ήταν της μόδας -ό,τι φόραγε ο καλός ο κόσμος. Απελπίστηκε. Ηθελε και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο. Να είναι ο εαυτός του και να τον θαυμάζουν γι αυτό που είναι ο ίδιος και όχι να θαυμάζουν την εικόνα που καλλιεργούσε για χάρη των θαυμαστών. Θα μπορούσε όμως να διακινδυνέψει μια δοκιμή; να δώσει έναν πήδο, να σπάσει το περιθώριο και να βρεθεί ανάμεσα στο παμφάγον πλήθος; Ετσι όπως είχε γίνει τώρα, με τα μαλλιά και τα γένια και με τον τεράστιο όγκο που είχε αποχτήσει; Χωρίς κομψότητα, χωρίς αγέρωχο ύφος και ελαφρύ βάδισμα, σίγουρα θα τον λιντσάριζαν! «Και σιγά που θα τους κάνω τη χάρη!» είπε από μέσα του και αποφάσισε να κάνει το απλούστερο: Να σπρώξει το περιθώριο προς τα έξω, να το φαρδύνει, ώστε να χωράει περισσότερους!

Πέμπτη, Ιουλίου 22, 2010

109. αρώματα σε απορρυπαντικά καμπινέδων


Γεννήθηκα την εποχή που απαγορεύτηκε το άρωμα της μέντας. Ο πανίσχυρος Δ.Ο.Π.Ε.Δ.Α. (Διεθνης Οργανισμος Παραγωγής, Εμπορίας και Διάδοσης Αρωμάτων) λύνει και δένει στον πλανήτη μας, την όμορφη Πλαγγόνα, το μεγαλύτερο αστεροειδές του συμπλέγματος των Αραχνοειδών του Ωρίωνα. Τα αρώματα που παράγει, εμπορεύεται και διαδίδει ο Οργανισμός αυτός είναι συνθετικά, για τούτο κάθε τόσο απαγορεύει κι από ένα ή περισσότερα φυσικά αρώματα. Η ποινή είναι θάνατος απο αρωματοπληξία, σε όποιον τυχόν αγνοήσει τις απαγορεύσεις. Η εκτέλεση της ποινής συμβαίνει σε ένα μικρό χώρο όπου ο ατυχής παραβάτης κρατιέται δεμένος χειροπόδαρα σε ένα στύλο στο κέντρο του χώρου αυτού, ενώ εκσφενδονίζονται από τοίχους και ταβάνι χιλιάδες αμπούλες συνθετικών αρωμάτων και του κόβουν την ανάσα. Δυστυχώς, έχουν εκτελεστεί αρκετοί κάτοικοι της Πλαγγόνας τα τελευταία χρόνια, επειδή τα φυσικά αρώματα θεωρούνται πολύ ΙΝ και ειναι επίσης πράξη αντίστασης στο καθεστώς του πανίσχυρου Δ.Ο.Π.Ε.Δ.Α. η καλλιέργεια μιας γλαστρούλας με απαγορευμένα φυτά. Μια ριζούλα και μόνο, αρκεί να σε στείλει στην κόλαση των αρωμάτων. Ετσι, δεν γνώρισα ποτέ πώς ευωδιάζει η φυσική μέντα, ούτε και το αιγόκλημα, που είχε απαγορευτεί λίγο πριν γεννηθώ. Τα αρωματικά φυτά που επιτρέπεται να καλλιεργούνται ακόμα είναι η ρίγανη και ο βασιλικός, αλλά αυτά δεν αρωματίζουν και τόσο ωραία τα σεντόνια στα συρτάρια -ταιριάζουν μόνο σε σαλάτες και κεφτεδάκια. Αρέσκομαι να ακούω διηγήσεις γερόντων που περιγράφουν το άρωμα του γιασεμιού, της λεβάντας, του μπουγαρινιού και του μενεξέ. Πώς να περιγράψει κανείς όμως ένα άρωμα; Μόνο σε σχεση με το συνθετικό είναι δυνατή η περιγραφή. Λες, ας πούμε, ότι το αληθινό μπουγαρίνι μοσχοβολούσε χίλιες φορές πιο όμορφα, πιο λεπτά και απαλά από το σύγχρονο συνθετικό μπουγαρίνι που βρίσκεται σήμερα σε απορρυπαντικά για καμπινέδες. Τότε, παλιά, λένε πως το βάζαν οι κοπελιές στα στήθη τους να μοσχοβολούν και μου είναι αδύνατο να καταλάβω πώς ένα απορρυπαντικό καμπινέδων μπορεί να φορεθεί σε απαλά ντεκολτέ. Ολα τα αρώματα που χρησιμοποιούσαν οι γιαγιάδες και οι προγιαγιάδες μας για να γοητεύουν τους εραστές τους, είναι σήμερα συστατικά απορρυπαντικών και φαρμάκων. Πριν μερικές μέρες συνάντησα ένα συμμαθητή μου, που με μύησε σε μια αντιστασιακή οργάνωση που καλλιεργεί συνομωτικά τρεις ριζες αιγοκλήματος και δυο ριζες νυχτολούλουδου. Η οργανωση αυτή μεταφέρει τα γλαστράκια απο σπίτι σε σπίτι για να μη τα εντοπίσουν οι διωκτικές αρχές του Δ.Ο.Π.Ε.Δ.Α. Γράφτηκα και'γώ στον κατάλογο των εθελοντών καλλιεργητών. Για την ώρα, μου φαίνεται σαν παιχνίδι, βγάζω απο τη σκεψη μου καθε αναποδιά, είμαι αισιόδοξη ότι κάτι θα αλλάξει επιτέλους στον όμορφο πλανήτη μας και ο Δ.Ο.Π.Ε.Δ.Α. θα βουλιάξει κάτω απο το βάρος της αλαζονίας του, όπως όλες οι δικτατορίες, γιατί, τί άλλο είναι από δικτατορία ένας Διεθνής Οργανισμός που σε υποχρεώνει να αγοράζεις και να χρησιμοποιείς τα δικά του προϊόντα; Το κακό είναι πως είναι διεθνής, ότι δηλαδή κάποια στιγμή συμφώνησαν όλα τα έθνη του πλανήτη να του δώσουν εξουσία και αρμοδιότητες, να έχει τον πρώτο λόγο στη ζωή τους, μετά την Κατάρρευση των Πολιτικών Κάθε Τύπου (ΚΑ.ΠΟ.ΚΑ.Τ), ένα κράχ γενικό που κόντεψε να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Ετσι, ο Δ.Ο.Π.Ε.Δ.Α. έγινε πανίσχυρος και, με την επαναφορά της θανατικής ποινής, τα κατάφερε να γίνει το πιο αντιπαθητικό όργανο εξουσιας. Οι μαχητικοί εθελοντές καλλιεργητές όμως, δεν θα το βάλουμε κάτω. Θα καλλιεργούμε πηγές φυσικών αρωμάτων μέχρι τελικής πτώσεως -του Δ.Ο.Π.Ε.Δ.Α. εννοείται.
________________________
photo: απο τον κηπο της μανας μου

Κυριακή, Ιουλίου 11, 2010

108. Μη πυροβολείτε τις τρίχες


Ηταν την εποχή που οι γυναίκες φορούσαν υποχρεωτικά μαντήλες. Οποια γυναίκα δεν φόραγε, την πυροβολούσαν επιτόπου. Σε κάθε γωνία υπήρχαν πολυβόλα στημένα στις ταράτσες. Σε όλες τις πόλεις και τα χωριά του κόσμου, δεν υπήρχε γωνιακή ταράτσα χωρίς πολυβόλο. Λογάριασε τώρα με το νου σου, πόσα πολυβόλα και πόσοι χειριστές. Ανεργία μηδέν, αν αποφάσιζες να γίνεις πολυβολιστής. Η λέξη είχε γινει διάσημη, παντού στα ελληνικά, γραφόταν με ελληνικούς χαρακτήρες, κεφαλαία γράμματα, η λέξη ΠΟΛΥΒΟΛΙΣΤΗΣ και τα παράγωγά της ΠΟΛΥΒΟΛΕΙΟ, ΠΟΛΥΒΟΛΟ, ΠΟΛΥΒΟΛΑΡΧΙΑ, το ρήμα ΠΟΛΥΒΟΛΩ σε όλους τους χρόνους, ενεργητική φωνή. Η παθητική φωνή του ρήματος απαγορευόταν ρητώς, κανένας δεν έγραφε ή έλεγε ΠΟΛΥΒΟΛΟΥΜΑΙ ή -ακομα χειρότερα- ΠΟΛΥΒΟΛΟΥΜΑΣΤΕ. Η λέξη δεν γραφόταν ούτε και με πεζά γράμματα, ούτε και ψιθυριζόταν καν. Η ποινή ήταν μπουζούριασμα, σφιχτό τύλιγμα με άντερα βοδιού και ψήσιμο σε σιγανή φωτιά. Κάποια ιστορική στιγμή, ξεκίνησε η αντίσταση. Στην αρχή δειλά δειλά και με περίσκεψη, άρχισαν να γραφονται λάθος ταμπέλες ΠΥΡΟΒΟΛΑΡΧΙΔΙΑ, ΠΟΛΥΒΟΛΗΣΤΗΣ, αλλά και ΠΟΛΥΒΟΛΗΠΤΗΣ. Ο κόσμος κρυφογέλαγε και η Παγκόσμια Κυβέρνηση είχε φρικάρει. Στην αρχή, ο υπεύθυνος υπουργός Ταμπελοποίησης έκανε τα στραβά μάτια. Οταν παραποιήθηκαν όλες οι ταμπέλες, έβγαλε Απόφαση να αλλάξουν οι λέξεις. Ετσι, οι λάθος λέξεις έγιναν οι σωστές. Στο κάτω μέρος κάθε ταμπέλας, αναφερόταν το όνομα του υπεύθυνου υπουργείου, που ήταν κι αυτό αλλαγμένο σε ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΑΜΠΕΛΟΠΗΔΗΣΗΣ. Ο υπουργός -τι να κάνει μπροστά σε αυτή τη λαίλαπα παραποιησεων;- έκανε τουμπεκί, τον ήπιε που λένε και αντέδρασε διαφορετικά. Πέτυχε την ψήφιση Νόμου που απαγόρευε τις μαντήλες. Οι γυναίκες εξανέστησαν. Αν έβγαζαν τις μαντήλες, θα έπρεπε να μπουν στα έξοδα του κομμωτηρίου και ο πλανήτης περνούσε περίοδο φτώχειας -οι ισχνές αγελάδες, αν έχετε ακουστά. Επίσης, μια και κομμωτήρια δεν υπήρχαν, αποφασίστηκε να δώσουν άδεια σε Κολλέγια Κομμωτικής Τέχνης με ταχύρρυθμη εκπαίδευση, ώστε να καλυφθεί σύντομα η ανάγκη των γυναικών. Επειδή ήταν αδύνατο να αποφοιτήσουν δισεκατομμύρια κομμώτριες σε χρόνο dt, εμφανίστηκε μια νέα Απόφαση: Να φορούν οι άνδρες υποχρεωτικά τουρμπάνι και τα ανδρικά κουρεία να μετατραπούν σε κομμωτήρια. Οποιος άνδρας κυκλοφορούσε ατουρμπάνιστος, θα εκτελείτο επιτόπου. Ωραία πράγματα... Μετά, ξύπνησα και βγήκα στο μπαλκόνι να δω αν η απέναντι γωνιακή ταράτσα είχε ΠΟΛΥΒΟΛΟ. Ηταν γεμάτη με φυτά και υπέθεσα ότι ήταν καμουφλάζ, να μη φαίνεται το ΠΟΛΥΒΟΛΑΡΧΙΔΙ, γιατί κάτω στο δρόμο είδα μια παρέα άντρες με τουρμπάνια. Φαίνεται ότι το μέτρο θα αρέσει στους άντρες, σκέφτηκα, γιατί δεν θα ξεχωρίζουν οι φαλακροί. Αλήθεια, γιατί οι άντρες έχουν πρόβλημα όταν λιγοστεύουν οι τρίχες τους;
___________
photo from http://gosmiley.com/eyecatcher/hair_styles.html

Τετάρτη, Ιουνίου 23, 2010

107. ο ανθρακωρύχος

Οταν έγινε η έκρηξη στη σήραγγα βάθους 300 μέτρων, ο ανθρακωρύχος πετάχτηκε απότομα προς τα πάνω -σαν να τον έφτυσε ένα φρεάτιο- και βγήκε σώος στο έδαφος. Μάλιστα, στάθηκε όρθιος στα δυο του πόδια, τόσο τυχερός ήταν. Ακόμα στέκεται δίπλα στην κολόνα και βλέπει το τοπίο να καπνίζει και αναρωτιέται τι να τα κάνει τόσα πολλά κάρβουνα. Ολοι σκοτώθηκαν, εργάτες κι αφεντικά, κανείς δεν έμεινε ζωντανός και όλο το κάρβουνο είναι δικό του. Τους συντρόφους του που χάθηκαν, καθόλου δεν τους σκέφτεται. Αυτοί πάνε τώρα, κάπου εκεί στα βαθειά θα μένουν στους αιώνες, πλακωμένοι με χώματα και σίδερα. Αυτός γλίτωσε και αυτό είναι το σημαντικό. Σήμερα. Αύριο, ποιος ξέρει, μπορεί να μη σταθεί τόσο τυχερός, αλλά γι αυτόν αύριο δεν υπάρχει. Μόνο κάρβουνο κατάμαυρο και λιπαρό, κάρβουνο που γυαλίζει σαν το τρίχωμα της μαύρης γάτας που τρίβεται στα πόδια του όταν ανάβει τη σόμπα, με κάρβουνο φυσικά. Η σκέψη της μαύρης γάτας του, σαν να τον ξύπνησε από λήθαργο βαθύ. Μα, πόσες μέρες είχε να πάει σπίτι του να την ταΐσει και να τη χαϊδέψει; Λογάριασε απο μέσα του και βρήκε πως μάλλον είχε περάσει μήνας και βάλε. «Και ειμαι ακόμα ζωντανός;» είπε από μέσα του και ψαχούλεψε το κορμί του. Βρήκε όλα τα μέλη στη θέση τους και ησύχασε, ήταν ζωντανός. Ζωντανός και μόνος με όλο αυτό το κάρβουνο για παρέα, ολόκληρα βουνά από κάρβουνο μαύρο και γυαλιστερό. Πήρε το δρόμο για το σπίτι του, να ξεκουραστεί και να σκεφτεί πιο καθαρά τί είχε συμβεί και τί θα έκανε από δω και πέρα. Οπως πλησίαζε, είδε μια κάτασπρη γάτα να βγαίνει από την πόρτα της αυλής του σπιτιού του...

Δευτέρα, Ιουνίου 07, 2010

106. το σπυράκι

Η Βέρα Καλτάκα είναι μια γυναίκα ατρόμητη, τίποτα δεν την τρομάζει εκτός από τα σπυράκια που φυτρώνουν όταν δεν τα περιμένεις και μάλιστα εκεί ακριβώς όπου δεν τα περιμένεις καθόλου! Ετσι λοιπόν, προχτες το πρωί που κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του λουτρού της και είδε στο υπέροχο πρόσωπό της ένα σπυράκι φουσκωμένο και έτοιμο να σπάσει, κόντεψε να λιποθυμήσει από τρομάρα. Μόλις πέρασε το πρώτο σοκ, πήρε ένα μπαμπακάκι και με κυκλωτικές κινήσεις τα κατάφερε να αφαιρέσει όλο το πύον. Το σπυράκι είχε ωριμάσει, που λένε, και δεν πόνεσε καθόλου. Ετσι συμβαίνει με τα ώριμα σπυράκια. Ισως μάλιστα, αν το άφηνε λίγο ακόμα, θα έσπαγε και μονάχο του χωρίς τη δική της πίεση, αν και η πίεση βοηθά να αποβληθεί όλο το πύον και να μη μείνει καθόλου σημάδι στον τόπο όπου υπήρχε το σπυράκι -στο πρόσωπο εν προκειμένω. Αυτό ισχύει γενικώς και όχι μόνο για τα σπυράκια της αξιαγάπητης Βέρας: Οταν φεύγει το πύον, κάθε οργανισμός νοιώθει ξαλαφρωμένος και φρέσκος φρέσκος για νέες περιπέτειες. Περιττεύει να πούμε ότι, αν η Βέρα Καλτάκα δεν έσπαγε το σπυράκι και δεν αφαιρούσε το πύον τη στιγμή ωρίμανσης του προβλήματος, μπορεί το όμορφο πρόσωπό της να γινόταν αγνώριστο και σε λίγο καιρό να χρειαζόταν εγχείριση με αμφίβολα αποτελέσματα. Αν πάλι το έσπαγε νωρίτερα, όταν ήταν ακόμη άγουρο, μπορεί να έμενε ανεξίτηλο σημάδι στο πρόσωπο -ίσως και στην καρδιά της.

Τρίτη, Μαΐου 25, 2010

105. ο άνθρωπος κάκτος

Μια φορά, ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ την έρημο και ταξίδευε συχνά σε τόπους μακρινούς για να έχει την ευχαριστηση να τη συναντά και να μένει μόνος μαζί της. Την αγαπούσε τόσο πολύ που μερικές φορές σκεφτόταν πόσο θα ήθελε να γινόταν κάκτος, ώστε να μείνει για πάντα κοντά της. Σιγά σιγά, με τον καιρό, αγρίεψε το δέρμα και το βλέμμα του, αγρίεψαν οι τρόποι του, δεν ήθελε να μιλά σε κανένα, ένοιωθε πως μόνο η έρημος τον καταλάβαινε. Τα μαλλιά και τα γένια του αγρίεψαν κι αυτά, έγιναν σαν τα αγκάθια του κάκτου. Τότε ήταν που αποφάσισε να πάει στην έρημο και να ζήσει για πάντα εκεί. Ξάπλωσε στην άμμο απολαμβάνοντας ένα μαγικό ηλιοβασίλεμα, ο αγέρας άρχισε να σιγοσφυρίζει το τραγούδι της ερήμου και τον κοίμησε γλυκά. Το πρωί που ξύπνησε, τα πόδια του είχαν ριζώσει στην άμμο και η άμμος τον καταβρόχθιζε αργά αλλά σταθερά, μέχρι που τον κατάπιε ολόκληρον. Στη θέση εκείνη εμφανίστηκε λίγο καιρό αργότερα ένας θεόρατος κάκτος με άγρια αγκάθια, που έμοιαζε με άνθρωπο. Μια φορά, ένα καραβάνι πέρασε από κοντά κι ένας καμηλιέρης πλησίασε τον κάκτο, τον χάραξε με το σουγιά του, ο κάκτος έβγαλε δροσερό νερό, ο καμηλιέρης ξεδίψασε και τον ευχαρίστησε. «Δεν κάνει τίποτα, υποχρέωσή μου να ξεδιψώ τον κόσμο» είπε ο κάκτος, αλλά ο καμηλιέρης δεν παραξενεύτηκε καθόλου. Μάλλον θα είχε ακούσει κι άλλους κάκτους να μιλούν. Αν συναντήσετε ποτέ ένα θεόρατο κακτο στη μέση της ερήμου, να ξέρετε ότι μπορεί να είναι και άνθρωπος, ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο άνθρωπος από όσο κάκτος.

Σάββατο, Μαΐου 22, 2010

104. κι έπειτα ήρθαν οι κινέζοι...

Ο ωραίος Μεργκαέλ έβλεπε ένα όνειρο και ήταν τόσο συνεπαρμένος που δεν άκουσε το ξυπνητήρι να χτυπά. Ηθελε να μείνει στο όνειρό του μέσα και να το απολαμβάνει, έτσι δεν άκουσε ούτε το κουδούνι της εξώπορτας, ούτε το τηλέφωνο που χτυπούσε δαιμονισμένα. Δεν άκουσε ούτε τον ανθοπώλη της γειτονιάς του με τη βροντερή φωνή, ούτε το τρακάρισμα που έγινε στη γωνία έξω από το σπίτι του, ούτε τον πυροβολισμό του γείτονα που αυτοκτόνησε στο διπλανό διαμέρισμα. Ηθελε διακαώς να μένει μεσα στο όνειρό του και δεν άκουσε τη Βέρα Καλτάκα, την αγαπημένη του, που τον φώναζε υστερικά να της ανοίξει γιατί είχε ξεχάσει τα κλειδιά της. Ολοι ανησύχησαν που ο ωραίος Μεργκαέλ δεν άνοιγε τη πόρτα του διαμερίσματός του και φαντάστηκαν τα χειρότερα. Ετσι, η Βέρα Καλτάκα πήρε ένα ταξί κι έτρεξε σπίτι της να πάρει τα κλειδιά της να ανοίξει. Επέστρεψε με το ίδιο ταξί και βρήκε ένα πλήθος να τη περιμένει έξω από τη πολυκατοικία όπου κατοικούσε ο αγαπημένος της. Ανοιξε και κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο, τρέμοντας στη πιθανότητα να αντικρύσει το πτώμα του. Αντί για πτώμα όμως, είδε το Μεργκαέλ κουκουλωμένο μέχρι τα αυτιά να ροχαλίζει μακαρίως, κι έτσι βγήκε σιγοπατώντας από τη κάμαρη μη τυχόν τον ξυπνήσει. Καθησύχασε το πλήθος των ανησυχούντων γειτόνων, έκλεισε την εξώπορτα και πήγε στη κουζίνα να σιάξει ένα τσαγάκι. Σε λίγο «Εσύ είσαι Βέρα;» ακούστηκε η αγουροξυπημένη φωνή του Μεργκαέλ Ωγκαίο «τσάι φτιάχνεις;», η Βέρα του απάντησε «Ναι, από εκείνο που σου αρέσει, με άρωμα γιασεμί» και η μέρα συνεχίστηκε χωρίς άλλα απρόοπτα, εκτός από την άφιξη των κινέζων, που κατέφτασαν ορεξάτοι για τσάι. Δυστυχώς, δεν υπήρχαν αρκετά φλυτζάνια και η Βέρα Καλτάκα πελάγωσε για μια στιγμή. Πώς θα τους ικανοποιούσε όλους αυτούς; Πού θα σερβίριζε το τσάι; Οι κινέζοι όμως είχαν έρθει οργανωμένοι: καθένας έβγαλε από τη τσέπη του ένα φλυτζάνι κι ένα φακελλάκι και ζήτησαν μόνο λίγο βραστό νερό. Η αλήθεια είναι πως τον επόμενο μήνα κόπηκαν οι παροχές νερού και ηλεκτρικού στο διαμέρισμα του ωραίου Μεργκαέλ, γιατί αδυνατούσε να πληρώσει τα υπέρογκα ποσά των λογαριασμών, πράγμα που δεν τον στενοχώρησε και πολύ, αφού επιτέλους πήγε να συγκατοικήσει με την αγαπημένη του Βέρα. Περνούσαν πολύ ωραία οι δυο τους, σαν ερωτευμένα πιτσουνάκια, μέχρι που ήρθαν οι κινέζοι...

Τρίτη, Μαΐου 18, 2010

103. το ζουμί

Ο ωραίος Μεργκαέλ έβραζε το ζουμί για πέντε ώρες και, όταν άνοιξε την κατσαρόλα να το δοκιμάσει, έπεσε κάτω από το υπέροχο άρωμα που το ζουμί εξέπεμπε και, όταν άνοιξε τα μάτια, είδε το ζουμί να έχει πλημμυρίσει το μικρό σύμπαν της κουζίνας και, όταν αποφάσισε να σηκωθεί, κατάλαβε πως ήταν κολλημένος στα ζουμιά και, όταν προσπάθησε να ξεκολλήσει, διαπίστωσε πως αυτό ήταν ακατόρθωτο κι έτσι έσκισε τα ρούχα του και σηκώθηκε ολόγυμνος, σερβίρισε το ωραίον ζουμάκι εντός ενός βαθέως πιάτου χρώματος λουλακί και το ρούφηξε ως τον πάτο. «Τελικώς», εσκέφθη ο ωραίος Μεργκαέλ, «καλύτερα να έβραζα στο ζουμί μου, παρά να έβραζα ζουμί» και, κατόπιν αυτής της σκέψεως, εφτερνίσθη και τα ζουμιά εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας.

Τετάρτη, Μαΐου 12, 2010

102. η μπιστόλη

«ΚΑΙ τα λεφτά σου ΚΑΙ τη ζωή σου!» σου λέει ο γκάγκστερας με προτεταμένη τη μπιστόλη και συ, τι να κάνεις, σκέφτεσαι «αφού, έτσι κι αλλιώς θα με φάει, ε, ας μη του δώσω φράγκο!» και, στρίβοντας για τον άλλο κόσμο, κρατάς σφιχτά τα πεντόβολα στη τζέπα και βρίσκεσαι λεφτάς στη Μπαράδεισο καρφί στον Αη Πετράν μπροστά και ακούς διαφημίσεις για τράπεζες και «Φτού! και δω τα ίδια!» αναφωνείς από τα μέσα σου και «Ασταδιάλα πού έπεσα!» λες φωναχτά και εκπίπτεις εις τας καζάνους των Κολάσεων και έρχεται ο Οξαπωδός και λέει «Απαγορεύονται αι γεμάται τσέπαι» και ρωτάς «Γιατί;» και απαντά «Δεν χαραμίζωμεν τας καζάνους δια πλουσίους, μην ακούτε τους συκοφάντας» και αναχωρείς και στήνεις τσαρδί για τη πάρτη σου εν τω μέσω των νεφών -ούτως ή άλλως, νεφελωδώς εζούσες και μάλιστα εις περιβάλλον μολυσμένον- και τη βρίσκεις παίζων πεντόβολα εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν, και «Ποιος είσαι!» ακούεται φωνή μεγάλη και «Είμαι ο Καθρέπτης Σου» απαντάς, ουδόλως διακόπτων το ευγενές παίγνιον.

Τετάρτη, Απριλίου 14, 2010

101. το σκουλήκι

Ηταν μια φορά ένα μικρό σκουλήκι που όλο και μεγάλωνε. Κάθε μέρα κι από λίγο μεγάλωνε. Στα χρόνια που πέρασαν από τη στιγμή που το γνώρισα μεγάλωσε παρα πολύ, τόσο που κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι μπορεί να μεγαλώσει ένα μικρο σκουλήκι. Εγινε τεράστιο σαν βόας, μόνο που δεν κατάπινε την τροφή του όπως ο βόας, ούτε την έσφιγγε για να τη σκάσει πριν τη καταπιεί. Μασούλαγε φυλλαράκια δέντρων ή μάλλον τα έλιωνε στο μικρό του στοματάκι σαν σκουλήκι που ήταν, δεν έμαθε ποτέ να τρώει με διαφορετικό τρόπο. Εμαθε όμως άλλα πράγματα χρήσιμα για ένα σκουλήκι μεγάλο, ένα σκουλήκι που κατάφερε να φτάσει σε τεράστιο μέγεθος, δηλαδή, όπως το να πάψει να σέρνεται. Μάλιστα. Κατάφερε να μάθει να ελίσσεται στρεφόμενο προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις, να σκαρφαλώνει σε απίστευτα ύψη, να πηδάει κιόλας σε περίπτωση ανάγκης ή ακόμα και να κολυμπάει σαν ψάρι στο νερό. Το μικρό σκουλήκι κατάφερε να μεγαλώσει τόσο πολύ που ήταν αδύνατο πλέον να το πατήσει κανείς. Επίσης, κατάφερε να μπορεί να σκέφτεται περίπου σαν άνθρωπος και δεν είναι μακριά η στιγμή που θα μπορέσει κιόλας να φορέσει ένα σκούρο κουστούμι -ή μήπως η στιγμή αυτή έχει κιόλας φτάσει χωρίς να το καταλάβω;

Παρασκευή, Μαρτίου 05, 2010

100. ερωτισμός με σμόκιν

Η ωραία μαρκησία Εψη Εψιλον εκάθητο αραχτή επί τινος ανακλίντρου, επενδεδυμένου μετά βαρυτίμου υφάσματος μπροκάρ, χρώματος κυανού κεκοσμημένου μετά χρυσών αστερίσκων λιλιπουτείου μεγέθους, έμπροσθεν του υπερμεγέθους καθρέπτου της σάλας Τελετών του βρυξελλώδους Μεγάρου και ηυνανίζετο. Πέριξ αυτής, πλήθος ψωλώνων εντός σκελεών παντός τύπου και χρωματισμού -από του ευγενούς σμόκιν μέχρι του τετριμμένου μπλουτζίν- ανέμενον υπομονετικώς το πέρας του αυνανισμού της μαρκησίας Εψης, ίνα λάβωσιν την τιμήν να εισέλθουν εντός του κόλπου αυτής, όσον το δυνατόν βαθύτερον, και εκβάλλουν εν αυτώ το κολλώδες υγρόν των. Η ωραιοτάτη μαρκησία Εψη, ουδεμίαν σημασίαν δίδουσα εις το περιβάλλον αυτής, εμάλαζε τους βύζους εναλάξ, τουτέστιν μία τον εκ δεξιών και μία τον εξ ευωνύμων, και κατόπιν έτριπτε μανιωδώς το αυτής αιδοίον εκβάλλουσα μικράς διεγερτικάς κραυγάς ωσάν παραδείσιον πτηνόν και ωσάν μικρός μόσχος. Ενίοτε, αι κραυγαί αυταί ηκούγοντο και ως ογκανητά, αλλά μόνον από μη εξευγενισμένα ώτα. Επερνούσαν ώραι, ημέραι, μήνες, ολόκληρα έτη, αλλά η σκηνή αυτή εξηκολούθη υφισταμένη ως να ήτο διαρκώς εν τη στιγμή της ενάρξεως αυτής, ως να μη διέβαινεν ο χρόνος, ως η εικών του αυνανισμού της ωραίας αυνανιζομένης Εψης Εψιλον να έμενεν αποκεκρυσταλωμένη εν τη σάλα του βρυξελλώδους Μεγάρου. Οι πέριξ αυτής ψώλωνες ετρωγόπινον του σκασμού, λαμβάνοντες άφθονα και υψηλής γαστριμαργίας φαγητά και ποτά εκ τραπεζών εστολισμένων με άνθη, αναμένοντες το ευτυχές γεγονός του πέρατος του αυτοερωτισμού και της πλήρους διεγέρσεως της ωραίας μαρκησίας, ωσεί παρόντες. Τουτέστιν, ουδείς απετόλμα ούτε να φαντασθεί καν να ενοχλήσει την ωραίαν, έστω λέγοντας «μα τι κάνεις κυρά μου τόσα χρόνια; Μπετόν έγινε ο ψώλων μου πια!» και ο χρόνος εκυλούσεν ομαλώς και αδιαταράκτως, έως την στιγμήν όπου η ωραία Εψη Εψιλον έχυσεν επιτέλους, αλλά εν πλήρει σιγή. Ουδείς αντελήφθη εγκαίρως το πέρας του αυνανισμού και το υγρόν του Κόλπου έρρευσεν εν τοσαύτη αφθονίη, ώστε επλημμύρισεν την σάλαν του βρυξελλώδους Μεγάρου και οι ψώλωνες εσυρρικνώθησαν εν τω άμα. Αι σκελέαι παντός τύπου και χρωματισμού, έτρεχον και δεν έφθανον ουδεμού πανικόβλητοι, αι τράπεζαι αναποδογυρίστηκαν, τα φαγητά και τα ποτά υψηλής γαστριμαργίας επέπλεον εν τω αφρί και, εν τέλει, άπαντες επνίγησαν, εκτός της ωραίας Εψης η οποία ανεδύθη ως νέα Αφροδίτη αναζητώσα νέον περιβάλλον σφριγηλών ψωλώνων.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 15, 2010

099. η Υπογραφή

Ο Ζωγραφος πρόσεχε πολύ τα λογια της Μάνας του και είχε ενστερνιστεί ιδιως αυτο που του έλεγε σχετικά με την υπογραφη και το πουλι. Το πουλι το είχε βάλει μέσα σε ενα κλουβί, αλλά την υπογραφη του δεν ήξερε, δεν μπορούσε να φανταστεί, πού να τη βάλει. Η Μάνα του είναι χρόνια πεθαμένη και ο Ζωγράφος δεν μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της. Η Μάνα του Ζωγράφου είχε γνώμη για όλα τα θέματα και -δυστυχώς- ήταν η μονη σωστή. Ετσι τουλαχιστον πιστευε ο Ζωγραφος -ήταν απόλυτα πεπεισμένος- και για τούτο μάλλον δυσκολευόταν ακόμα να βρει θέση για την υπογραφή του. Το πουλί, ευτυχώς, είχε μπει στο κλουβί όταν η Μάνα του ζούσε ακόμα και δεν είχε φέρει καμμιά αντίρρηση, ισα ίσα ικανοποιήθηκε πολύ που ένα πουλί σαν το δικό του, το πουλί του αγαπημένου της γιου, είχε βρει την απολύτως πρέπουσα θέση, την ιδανική -θα λεγαμε- θέση, σε ένα τρε σικ κλουβί, ούτε πολύ φανταχτερό αλλά ούτε και πολύ ταπεινό, ένα κλουβί κλασσίκ που γνώριζε και μαγειρική και έκανε μάλιστα αυτόματη παραγωγή καναβουριού! Η υπογραφή όμως δεν πρόλαβε να λάβει θέση αρμόζουσα -ούτε καν θέση- πάνω στα έργα του. Εμενε συνήθως στο πίσω μέρος των έργων, μαζί με το τηλέφωνο και τη διεύθυνση του Ζωγράφου, μη τύχει κάποια παραγγελία εξτρά. Μια φορά, τόλμησε να βάλει μερικές μικρές τζιφρίτσες με στυλο στις γωνιές μερικών πινάκων, αλλά το μετάνοιωσε και τις σκέπασε με μπογιά. Κάποτε, υπέγραψε άνω δεξιά και ένας φίλος του είπε ότι αυτή η θέση χαλά την ισορροπία του πίνακα. Μια γκαλερί του ζήτησε ένα έργο υπογεγραμμένα και το υπέγραψε, αλλά η υπογραφή ήταν τόσο μεγάλη που έκρυβε το μισό έργο και η γκαλερί το γύρισε πίσω με τη παρατήρηση «πρώτα να γίνετε σπουδαίος και μετά να πουλάτε την υπογραφή σας». Τον τελευταίο καιρό, ο Ζωγράφος είχε κουραστεί πάρα πολύ με την αναζήτηση θέσης για την υπογραφή του, δεν κοιμόταν τα βράδια, δεν έτρωγε τα μεσημέρια, κόντευε να ρέψει. Σήμερα το πρωί όμως, όταν βγήκε στον κήπο να μυρίσει ένα μπουμπούκι τσαντσαμινιάς, βρήκε την απόλυτη λύση: Ενα σαλιγκάρι. Απλωσε τα έργα του στο πάτωμα, πήρε το σαλιγκάρι απαλά, το ακούμπησε πάνω τους, κι εκείνο τα υπέγραψε όλα!

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 08, 2010

098. εκείνη περπατούσε ξυπόλητη...

Μια μέρα, ο Ποιητής συνάντησε την Οικονομία. Εκείνη, περπατούσε ξυπόλητη πάνω σε αγκάθια και λάσπες, αλλά οι πατουσες της παρέμεναν δροσερές και χαριτωμένες. Ο Ποιητής απόρησε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό θαυμάζοντας το φαινόμενο. Σκέφτηκε μάλιστα να γράψει ένα ποίημα. Για τις δροσερές πατούσες, όχι για την Οικονομία, φυσικά, επειδή οι Ποιητές δεν τα πάνε καθόλου καλά με τη διαχείριση των οικονομικών -αδυνατούν να απασχολήσουν το νου τους με πεζά πράγματα και για τούτο συνέχεια πεινούν- ούτε μπορούν να αντικρύσουν στήλες με αριθμούς -κλείνουν πάντοτε τα μάτια μπροστά στους ισολογισμούς των εταιρειών που δημοσιεύονται στον τύπο. Η Οικονομία πέρασε ξυστά δίπλα του και του έκλεισε το μάτι. Ως γυναίκα ήταν πολύ ωραία, αλλά ως Οικονομία ήταν απεχθής και ο καημένος ο Ποιητής βρέθηκε προ μεγάλου διλήμματος. Να ακολουθήσει την ξυπόλητη γυναίκα ή να αγνοήσει την ξυπόλητη Οικονομία; Και οι δυο (πακέτο σε ένα) ήταν πανέμορφες, με υπέροχα πέλματα, ο Ποιητής ήταν ολίγον τι ποδολάγνος κι έτσι διάλεξε να ακολουθήσει απλώς δυο υπέροχες πατούσες. Εκείνες περπατούσαν σε λάσπες και αγκάθια, όπως είπαμε, αλλά γλιστρούσαν και πάνω σε πάγους και σε λιωμένα χιόνια, ακροβατούσαν και σε πυρακτωμένες λάμες, βυθιζόντουσαν και σε καυτές αμμώδεις ερήμους. Ο Ποιητής ακολουθούσε και τη μια καιγόταν, την άλλη πάγωνε και την άλλη δροσιζόταν. Οι απότομες εναλλαγές της θερμοκρασίας και των τοπίων τον ζάλιζαν σαν να έκανε χρήση δραστικών παραισθησιογόνων ουσιών και καποια στιγμή του πέρασε απο το μυαλό να παρατήσει τη παρακολούθηση. Δεν ήξερε πού θα τον έβγαζε αυτή η περιπέτεια. Σάμπως όμως υπάρχει κάποια περιπέτεια, της οποίας να είναι γνωστό το τέλος; Μια περιπέτεια λέγεται έτσι, επειδή ακριβώς το τέλος της είναι απρόβλεπτο, γιατί αν η κατάληξη είναι γνωστή από την αρχή δεν θα λεγόταν περιπέτεια και δεν θα άξιζε καν να τη ζήσει κανείς. «Μια περιπέτεια ξεκινάς να τη ζεις και όπου σε βγάλει» είπε ο Ποιητης από μέσα του και σταμάτησε στην εκατοστή γωνία. Σταμάτησε επειδή τρομαξε που έπιασε τον εαυτό του, το βαθύτερο εαυτό του, τον ποιητικό, να λογαριάζει, να μετρά τις γωνίες και τις διασταυρώσεις, να μετρά τα βήματά του, να αθροίζει τα βήματα των ξυπόλητων πελμάτων, να τα πολλαπλασιάζει με τις γωνίες, να αφαιρεί τις ερήμους και να διαιρεί με αγκάθια και λασπουριές και παει λέγοντας. Σταμάτησε και για ένα λόγο απλούστερο, που ίσως να ήταν και ο βασικός λόγος της διακοπής: Δεν είχε βρει τρόπο να γράφει ποιήματα με αριθμούς. Βεβαίως, αν συνέχιζε την παρακολούθηση, πιθανότατα να έβρισκε τον τρόπο αυτόν, αλλά τότε θα λεγόταν άραγε ποιητής;

Σάββατο, Ιανουαρίου 30, 2010

097. οι αλλεπάλληλοι θάνατοι της Βέρας Καλτάκα

Η Βέρα Καλτάκα είναι μια γυναίκα που πεθαίνει συχνά ή μάλλον είναι μια γυναίκα που, όπως πολλές γυναίκες του είδους της, δεν διστάζει να περνά τις πύλες του θανάτου, γιατί ο θάνατος δεν είναι μια μοναχική πύλη για κείνην. Ο θάνατος έχει πολλές πόρτες και η Βέρα Καλτάκα μπορεί να περνά και δυο και τρεις πόρτες τη μέρα, αν της κάνει κέφι. Βρίσκει όμορφες αυτές τις πόρτες, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρη πού οφείλεται η ομορφιά τους. Μπορεί να είναι όμορφες μονάχα γι αυτήν, επειδή τις έχει συνηθίσει, αλλά μπορεί να έχουν μιαν ομορφιά αντικειμενική και αισθητικά άψογη, πράγμα συζητήσιμο βεβαίως, επειδή, αν αλήθευε αυτό, θα ήταν πολλοί που θα περνάγαν τις πόρτες αυτές για ψύλλου πήδημα.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 29, 2010

096. το πάθος που δεν υπήρξε

Η ψυχή της έμοιαζε με πορτοκαλί ποτήρι γεμάτο χυμό -ή και μισοάδειο, δεν είμαι σίγουρη, κανείς δεν μπορεί να το ισχυριστεί με βεβαιότητα- όταν τον κάλεσε να πιει, για να μάθει επιτέλους αν την καταλαβαίνει -την ίδια και την ψυχή της, εννοείται- κι εκείνος απέστρεψε το πρόσωπο και αρνήθηκε να δοκιμάσει, ούτε καν να βρέξει τα χείλη του θέλησε και τότε η Βέρα Καλτάκα πήρε τους δρόμους απορώντας για το πώς είχε συμβεί και τη στιγμή που η ίδια, παραμερίζοντας φόβους και τρόμους μιας ζωής, τόλμησε να εμπιστευθεί τόσο πολύ έναν άνθρωπο που δεν ήταν άξιος, όχι μονάχα της εμπιστοσύνης της αλλά και της προσοχής της, το δικαιολόγησε όμως με μια λέξη: πάθος. Το πάθος που νόμισε πως έτρεφε για κείνην ήταν ο οδηγός στη παράλογη συμπεριφορά της, επειδή είχε διδαχτεί να αφοσιωθεί σε κείνον που θα την αγαπήσει σφόδρα και να του παραδοθεί δια βίου. Το ευτύχημα είναι ότι η Βέρα Καλτάκα, πριν αποφασίσει την αφοσίωση, σκέφτηκε να κάνει ένα μικρό τεστ.

Κυριακή, Ιανουαρίου 17, 2010

095. εκεινη που ετρωγε γυαλια

Ηταν μια γυναίκα που έτρωγε γυαλιά. Δεν ήξερε ότι θα μπορούσε να το κάνει αυτό, να τρώει γυαλιά δηλαδή, αλλά το έμαθε όταν κάποτε, πάνω στα νεύρα της, δάγκωσε ένα λεπτοσκαλισμένο ποτηράκι του ούζου. Τρόμαξε μόλις ένιωσε τα γυαλιά μέσα στο στόμα της, φοβήθηκε πως θα της έκαναν μεγάλη ζημιά και προσπαθούσε μη τυχόν τα καταπιεί. Γυροφέρνοντας πέρα δώθε τα κομμάτια του γυαλιού με τη γλώσσα, τα ένιωσε να σμιλεύονται, να χάνουν τις κοφτερές τους απολήξεις, να γίνονται λεία εντελώς και να μικραίνουν. Στο τέλος, έγιναν μικρές μπαλίτσες σαν χάντρες μαργαριταρένιες. Εφτυσε τότε τις χαντρες στη χούφτα της κι έτρεξε να δαγκώσει μερικά ποτηράκια ακόμα. Είχε απόλυτη ανάγκη από ένα μακρύ μακρύ κολλιέ!

Τρίτη, Ιανουαρίου 12, 2010

094. το φάντασμα του Κολοράντο

Οταν η Βέρα Καλτάκα επισκέφτηκε τη κοιλάδα του Κολοράντο, συνάντησε έναν άνθρωπο μασκαρεμένο σε ινδιάνο. Φορούσε το χαρακτηριστικό κάλυμμα του κεφαλιού, εκείνο με τα φτερά, αλλά από κάτω φόραγε ένα μαύρο πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι το λαιμό κι ένα τριμμένο μπλουτζίν. Στα πόδια δεν φορούσε τίποτα, ήταν ξυπόλητος και αυτό την εντυπωσίασε: «Δεν καίγονται οι πατούσες σας;» τον ρώτησε, αλλά εκείνος απέστρεψε περήφανα το πρόσωπο, έκανε μεταβολή, πέρασε μέσα από ένα βράχο σαν φάντασμα και εξαφανίστηκε. Τότε ακριβώς, η Βέρα Καλτάκα κατάλαβε πως είχε την τιμή να απεύθύνει το λόγο σε κάτι τι ανύπαρκτο. Περισσότερο ανύπαρκτο ακόμα κι από τον ωραίο Μεργκαέλ, που απλώς δεν της έδινε σημασία όταν του μιλούσε.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...