Παρασκευή, Οκτωβρίου 14, 2011

137. η τρικλοποδιά

Της τό 'χε πει ξεκάθαρα και απειλητικά ο κομματάρχης της περιοχής «κάποτε θα σου βάλω τρικλοποδιά» και δεν το ξέχασε, ούτε εκείνη το είχε ξεχάσει και τον απέφευγε, όταν τον έβλεπε να την πλησιάζει έφευγε μακριά του τρέχοντας σχεδόν, μέχρι τη βραδιά του μεγάλου χορού του κόμματος, κομματόσκυλα και κομματάρχες από ολόκληρη τη χώρα είχαν συρρεύσει και διαγωνιζόντουσαν χορεύοντας με κόμματους, κι εκείνη κόμματος ήταν τότε -θεοκόμματος μάλιστα- και όλοι οι παρευρισκόμενοι της ζήτησαν να χορέψει μαζί τους και όλοι γράφτηκαν στη λίστα της, εκτός από τον απειλητικό κομματάρχη που δεν τον έβλεπε πουθενά και είπε μέσα της «δόξα σοι ο θεός, θεέ μου» αλλά λίγο πριν κλείσει η αίθουσα και μπεί ταμπελάκι στην είσοδο «το μαγαζί συμπληρωμένο, δεν χωράει άλλος» εκείνος πρόλαβε και μπήκε ατσαλάκωτος και αρειμάνιος με πράσινη γραββάτα και με ασπίδα προσώπου ένα πλαστικό μουστάκι κατάμαυρο, μια γοητεία βγαλμένη κατευθείαν από την κόλαση, και της ήταν αδύνατο να αντισταθεί στην απαίτησή του να τη χορεύει μόνο αυτός ίσαμε να ξημερώσει και -ανάμεσα στα βαλσάκια, στα τανγκά και στα τσιφτετέλια- δεν τη γλίτωσε την τρικλοποδιά. Το παράξενο είναι ότι εκείνος ήταν που έπεσε τελικά.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 28, 2011

136. ένα μικρό χαρούμενο γατάκι

Μια φορά, ήταν ένα μικρό χαρούμενο γατάκι, που ζούσε σε ένα μικρό χαρούμενο σπιτάκι, όπου κατοικούσε μια μικρή χαρούμενη οικογένεια. Ο μπαμπάς ήταν χαρούμενος, σφύριζε χαρούμενους σκοπούς, ξύπναγε χαρούμενος κάθε πρωί με ήλιο ή με μπόρα και πήγαινε χαρούμενος στη δουλειά του, που του άρεσε πολύ. Η μαμά ήταν κι αυτή πολύ χαρούμενη γιατί είχε μια δουλειά που της έδινε πολλή χαρά. Τα παιδιά ήταν χαρούμενα επίσης, γιατί λάτρευαν το σχολειό τους, τη δασκάλα τους και όλα τα μαθήματα τα μελετούσαν με ευχαρίστηση. Ολοι στο σπιτάκι αυτό ήταν χαρούμενοι γιατί έκαναν κάτι που τους άρεσε πολύ, αγαπούσαν τη γνώση, αγαπούσαν τη δουλειά, αγαπούσαν ο ένας τον άλλο -το κυριότερο- και περνούσαν τις μέρες τους με γέλια και χαρές και ξεφάντωσες πολλές, μέχρι που πλάκωσαν κάτι κακοί μαφιόζοι και γκρέμισαν το σπιτάκι, έστειλαν το μπαμπά στα ξένα για δουλειά, έβαλαν τη μαμά στα αζήτητα -εφεδρεία, το είπαν- και στείλαν τα παιδιά σκλάβους στα ξενοδοχεία να γυαλίζουν παπούτσια τουριστών, μια και τα σχολεία τα είχαν ήδη σφραγίσει αφού διώξαν όλους τους δασκάλους. Το γατάκι, που είχε μεγαλώσει και είχε γίνει μια πανέμορφη γάτα, το έβαλαν σε φούρνο μικροκυμάτων, γέλασαν με το μπαμ! που έκανε όταν έσκασε και «έτσι σκίζουν σήμερα τις γάτες ρε!» ακούστηκε μια αγριοφωνάρα.

Σάββατο, Αυγούστου 20, 2011

135. θέλω να μου κλείσεις τα μάτια

«Θέλω να μου κλείσεις τα μάτια» λέει η γιαγιά πυργοδέσποινα στη Βέρα Καλτάκα, που τρέμει μπροστά σε αυτή την προοπτική. Η γιαγιά πυργοδέσποινα κατοικεί στο Μέγαρον της Ευδαιμονίας και τίποτα δεν την απασχολεί εκτός από το θάνατό της, που τον βλέπει κάθε νύχτα να επέρχεται δριμύς. Κάθε βράδυ κοιμάται με την ελπίδα του τέλους κι όταν ξυπνά το επόμενο πρωί νοιώθει μια μικρή απογοήτευση για τη ζωή που ξαναξεκινά αναγκαστικά. Σηκώνεται από το κρεββάτι, πλένει το πρόσωπο, κάνει την τουαλέττα της και τσιμπά ένα ελαφρύ πρωινό. Κατόπιν, βγάζει τη γλώσσα στον καθρέφτη της. Η χαρακτηριστική της γκριμάτσα αποτυπώνεται στο γυαλί για λίγα δευτερόλεπτα και μετά σβήνει. Θα ήθελε να φύγει με αυτή τη γκριμάτσα, αλλά ίσως αυτή ακριβώς η γκριμάτσα είναι που τρομάζει το θάνατο και αποφεύγει να την πάρει, να την ξεκολλήσει από τη ζωή. Η Βέρα Καλτάκα απαντάει με ερώτηση: «Και πώς να κλείσω δυο μάτια τόσο ζωηρά, βρε γιαγιά;» και το πράγμα μένει εκεί.

Κυριακή, Ιουλίου 17, 2011

134. την έβλεπε να βγαίνει από το νερό

Εκείνος καθόταν και την έβλεπε να βγαίνει. Εβγαινε, όλο έβγαινε, για πολλές ώρες έβγαινε από το νερό. Δεν την είχε δει να μπαίνει στη θάλασσα. Απο τη στιγμή που έφτασε στην παραλία και κάθησε στο βραχάκι, την έβλεπε να βγαίνει. Εβγαινε ολόγυμνη. Ηταν ολόγυμνη με το χαμόγελο ψηλά και τα χέρια απλωτά, σαν νά 'θελε ν' αγγίξει τα σύννεφα, να τα χώσει όλα στην αγκαλιά της. Λέμε "σαν", γιατί τα σύννεφα ήταν πίσω της. Μόνο ο ήλιος έδυε μπροστά της. Κυριολεκτικά έδυε. Εδυε με όλες τις σημασίες. Εβγαινε, λοιπόν, όλο έβγαινε μέσα από το νερό κι οι στάλες οι αλμυρές δεν στάζαν, επειδή είχαν στεγνώσει όλες πάνω της -τόσο αργά έβγαινε. Ενα περπάτημα σταγόνα σταγόνα. Ισως να πρόσεχε μη τυχόν ταράξει τα νερά ο βηματισμός της. Ενα περπάτημα ιεροτελεστία. Εκείνος την κοίταζε άπληστα, κολλημένος στο βράχο του, για ώρες πολλές. Σκέφτηκε να σημαδέψει τη στιγμή κι έβγαλε αργά κι αθόρυβα τη μηχανή από το τσαντάκι. Στο πρώτο κλικ εκείνη μαζεύτηκε, έσκυψε το κεφάλι, τα μαλλιά πέσαν μπρος, μάζεψε τα χέρια, σκέπασε τα στήθη. Το δεύτερο κλικ είναι αυτό που φαίνεται εδώ. Η πρώτη λήψη κάηκε από το φως της. Ο άντρας έπαψε να κοιτάζει και η γυναίκα έκανε μεταβολή και χάθηκε στα βαθειά.

Τετάρτη, Ιουνίου 15, 2011

133. τη μέρα που αποκοιμήθηκε στον καναπέ


Ενα μεσημέρι, η Βέρα Καλτάκα αποκοιμήθηκε στον καναπέ. Ξύπνησε από ένα κρύο ρεύμα. Μισάνοιξε τα μάτια και είδε πως η πόρτα του διαμερίσματός της ήταν μισάνοιχτη και «μπα, ξέχασα να κλειδώσω;» είπε από μέσα της και σηκώθηκε, μισοκοιμισμένη ακόμα, να κλείσει και να κλειδώσει την πόρτα. Εσπρωξε την πόρτα να κλείσει, μα η πόρτα δεν έκλεινε. Η μπετούγια έστριβε κανονικά, αλλά η πόρτα ξανάνοιγε. Εψαυσε με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού και κατάλαβε ότι δεν δούλευε το γλωσσίδι της μπετούγιας. Το έσπρωξε με δύναμη προς τα μέσα να ξεκολλήσει, μια και της φάνηκε κολλημένο, αλλά τίποτα δεν πέτυχε. Το γλωσσίδι ήταν ένα με το σόκορο, δεν πήγαινε ούτε μέσα ούτε έξω. Εψαξε τα κλειδιά να κλειδώσει τουλάχιστον την πόρτα, ήταν άφαντα κι αυτά και παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Γύρισε στον καναπέ της, ξαναξάπλωσε και ξανακοιμήθηκε, με την ελπίδα όταν θα ξαναξυπνούσε να ήταν όλα εντάξει. Η Βέρα Καλτάκα είχε απόλυτο δίκιο, γιατί, όταν ξαναξύπνησε, η πόρτα ήταν καλά κλεισμένη και τα κλειδιά κρεμόντουσαν στην κλειδαριά. Πολλά κατάλαβε εκείνη τη μέρα η Βέρα και υποσχέθηκε στον εαυτό της να μη ξανακοιμηθεί στον καναπέ και μάλιστα μεσημέρι.

Κυριακή, Μαΐου 29, 2011

132. ο Μεργκαέλ και το άσχημο

Μόλις πριν από λίγο, ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο ανακάλυψε πως είναι ρατσιστής, επειδή υπάρχει κάτι που από γεννησιμιού του δεν μπορεί να το αντέξει, αν και σχεδόν μια ολόκληρη ζωή πολεμά να το καταλάβει, να το νοιώσει, να ενταχθεί στις ορδές του άσχημου, να το ενσωματώσει που λένε. Οσο και να προσπαθεί όμως, μόλις πριν από λίγο κατάλαβε καλά ότι αυτό είναι αδύνατο, υπερβαίνει τις δυνάμεις ακόμα και ενός ιππότη σαν κι αυτόν, ενός ιππότη ταγμένου στην υπηρεσία του ανθρώπου. Μόλις ανακάλυψε όμως ότι ο άνθρωπος τείνει προς το άσχημο γιατί το άσχημο είναι εύκολο, οπότε είναι αδύνατο να υπηρετεί κάποιος ένα ιδεώδες όταν το ίδιο το ιδεώδες αντιμάχεται τον εαυτό του.

Η αλήθεια είναι ότι ο ωραίος Μεργκαέλ προσπαθεί, κατά τη διάρκεια του μακρού του βίου, να εξορκίσει αυτή την αδυναμία, να μην αντέχει το άσχημο δηλαδή, να βγάζει σπυριά μόλις το βλέπει, να ταράζεται μόλις το ακούει και να παθαίνει εγκεφαλικό όταν το νοιώθει να εξαπλώνεται σαν γάγγραινα. Στο πλαίσιο των αέναων προσπαθειών του, παντρεύτηκε μια γυναίκα αντίγραφο καρικατούρας, χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα διαφήμιση πλαστικού χειρουργού, ξαναχώρισε και δεν ξαναπαντρεύτηκε --είναι πολύ οδυνηρό να ξυπνά κανείς και να βλέπει στο διπλανό μαξιλάρι να συνεχίζονται οι εφιάλτες της νύχτας-- πέτυχε όμως μια ερωμένη που διέστρεφε εντελώς την εικόνα που της είχε χαρίσει η φύση, νομίζοντας ότι με τις καραμπογιές γινόταν πιο θελκτική.

Η υπομονή του Μεργκαέλ δεν έχει όρια, έτσι, κάποια στιγμή αποφασίζει να βλέπει καθημερινά τηλεόραση και αφήνεται επί δυο μήνες συνεχώς στο έλεος της συμπυκνωμένης ασχήμιας που εκπέμπουν αυτά τα κουτιά --από το επίθετο "κουτός", υποθέτω. Τόσο μπόρεσε, τόσο άντεξε, το πετάει το κουτί αφού το κάνει κομματάκια, να μην ανιχνεύονται και να μην είναι επανασυναρμολογήσιμα. Να καταπίνει την ασχήμια, όχι να τη διαδίδει κιόλας!

Επί σειρά ετών, εντρυφεί στο κιτς και στο καρακίτς, πείθει τον εαυτό του πως αυτό δεν είναι άσχημο ή δεν είναι και τόσο άσχημο, αλλά κακά τα ψέμματα. Ο εαυτός του αντιδρά με κρίσεις πανικού. Καταπίνει σωρηδόν χαπάκια βαλεριάνας για την καταπολέμηση του πανικού, όσο συνεχίζει όμως να μην εννοεί το άσχημο του κιτς --απ' όπου κι αν προέρχεται-- οι κρίσεις επιμένουν να ταλαιπωρούν το στομάχι και την αναπνοή του, οπότε παύει να επιμένει και δεν ξαναπατάει σε έκθεση καρακιτσαρίας.

Μια φορά, για λίγες ώρες, ακούει κλαπατσίμπαλα για να εισρεύσει το άσχημο των ήχων μέσα του --τι να κάνουμε; υπάρχουν και ήχοι που δεν αντέχονται-- να ισοπεδώσουν την ακοή του, αλλά κι αυτή η προσπάθεια πήγε άπατη.

Σήμερα λοιπόν το πήρε απόφαση πως είναι ρατσιστής εναντίον του άσχημου, είτε αυτό είναι ανθρώπινο πλάσμα είτε τηλεοπτική εκπομπή είτε τέχνη είτε ήχος είτε κυβέρνηση.. είτε.. είτε.. ο,τιδήποτε δηλαδή ενοχλεί την αισθητική του, και υπόσχεται στον εαυτό του ότι δεν θα τον ξαναταλαιπωρήσει. Στην ανάγκη, σκέφτεται να πάρει τα βουνά. Φοβάται μη τυχόν αυτό το άσχημο, το τόσο πλουσιο σε ποσότητα και αφειδώς προσφερόμενο, διαφθείρει εντελώς το αισθητήριό του να αναγνωρίζει το πραγματικά ωραίο. Χθες, ας πούμε, πέρασε απο μια πλατεία και βρήκε πολύ κόσμο συγκεντρωμένο εκεί πέρα και ακόμα δεν μπορεί να αντιληφθεί αν αυτό είναι ωραίο ή άσχημο. Ενοιωσε όμορφα, αλλά είναι κριτήριο αυτό; Ιδίως για έναν ιππότη τόσο επιρρεπή στο να δέχεται και να υπηρετεί το άσχημο του ανθρώπου;

Ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο παραμένει μπερδεμένος, παραμένει όμως και στην πλατεία --πριν πάρει τα βουνά.

Παρασκευή, Μαΐου 27, 2011

131. ισιώνοντας το πρόσωπο



Μια φορά που η Βέρα Καλτάκα ήταν γριά ρυτιδιασμένη πριν ξαναγίνει νέα, δηλαδή μια από τις άπειρες φορές που είχε βρεθεί στο κατώφλι του θανάτου, άπλωσε το χέρι να ισιώσει τις ρυτίδες της. Ηθελε, πριν πεθάνει ακόμα μια φορά, κάτι από το πρόσωπό της να έχει ισιωθεί.

εικόνα: Old Woman, Photography by Carl Moser

Πέμπτη, Μαΐου 26, 2011

130. μια ιστορία τρώει τον εαυτό της

αφού γυρίστηκε η καλύτερη κατάληξη, που μόνο η φαντασία ενός σκηνοθετη του διαμετρήματός του θα μπορούσε να συλλάβει, στις τουαλέττες του Δημαρχείου, με τον πρωταγωνιστή να χαιρετά το τρένο από το παραθυράκι του βεσέ ανδρών, το τρένο που έπαιρνε την αγαπημένη του μακριά «όλα είναι τρένο» ψιθυρίζοντας με νόημα, την ίδια στιγμή που ο αντιδήμαρχος χαιρετούσε το μάταιο τούτο κόσμο στο ράντζο των επειγόντων περιστατικών, ενώ ο φωτιστής πεταλούδιζε κάτι άσπρα χαρτόνια προσπαθώντας ν' αποδώσει λάμψεις αστραπής, μια και στην ταινία έβρεχε καταρρακτωδώς και ο μπερδεμένος ηχολήπτης πέταγε ήχους κεραυνών ανάκατα, πότε πριν την αστραπή και πότε στην ώρα τους, αλλά ποιος θα το πρόσεχε αυτό; είπε ο σκηνοθέτης, αλλά κι αν το προσέξει κανείς ανάποδος κριτικός θα πούμε ότι πρόκειται για σκηνοθετική άποψη, γκέγκε μάγκες; και κανείς δεν μιλησε κι έτσι τέλειωσε το γύρισμα, αφού γυρίστηκε η καλύτερη κατάληξη, που μόνο η φαντασία ενός σκηνοθέτη του διαμετρηματός του θα μπορούσε να συλλάβει

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2011

129. Η επιμήκυνση


Το κοιτάζει κάθε μέρα και το βλέπει να μακραίνει. Το κοιτάζει συχνά. Το κοιτάζει το πρωί μόλις ξυπνά, το ξανακοιτάζει μετά το κατούρημα, αλλά και αργότερα, πριν σηκώσει το φερμουάρ του παντελονιού. Κατεβαίνοντας με το ασσανσέρ από το ρετιρέ στο ισόγειο για να πάει στη δουλειά, ρίχνει πάλι μια ματιά. Στο γραφείο, ξεκλέβει κάπου κάπου λίγα λεπτά και το κοιτάζει κρυμμένος πίσω από τα χαρτιά που στοιβάζονται πάνω στο γραφείο. Επίτηδες αφήνει να μαζεύονται όγκοι εγγράφων, είναι ό,τι πρέπει για κρυψώνα, γιατί δε γίνεται να τρέχει κάθε τρεις και λίγο στο βεσέ των ανδρών μονάχα για ένα βλεφάριασμα. Η δύσκολη ώρα είναι η ώρα του φαγητού, που δεν μπορεί να το κοιτάξει, το ψαύει απλώς κάτω από το τραπέζει και σιγουρεύεται πως είναι στη θέση του. Σχολάει στις τέσσερις, μπαίνει στο αμάξι και δεν κρατιέται. Χαλαρώνει τη ζώνη, ανοίγει το φερμουάρ και το κοιτάζει με απληστία όσην ώρα οδηγεί. Μέχρι να φτάσει σπίτι, τυχαίνει να το έχει κοιτάξει πάνω από πεντακόσιες φορές. Μόλις τελειώνει το παρκάρισμα, ταχτοποιεί το παντελόνι και το ντουλαπάκι του ταμπλό και βγαίνει καμαρωτός καμαρωτός. Ανεβαίνει με το ασσανσέρ χωρίς να έχει μεγάλη ανάγκη να το κοιτάξει ξανά εκτός από μερικές φορές που, όταν δεν έχει και μεγάλη κίνηση στο δρόμο, η διαδρομή είναι σύντομη. Στο σπίτι κυκλοφορεί γυμνός και όταν κάθεται στον καναπέ να δει τηλεόραση στηρίζει -καλού κακού- ένα καθρέφτη πάνω στο τραπεζάκι να μη χάνει τις φάσεις επιμήκυνσης.

Κυριακή, Μαΐου 01, 2011

128. η κυρία Διαφωνία συμφωνεί πάντα


Η κυρία Διαφωνία είναι μια κυρία χοντρή. Υπάρχουν πολλές χοντρές κυρίες, αλλά η κυρία Διαφωνία τις ξεπερνά όλες. Ισως επειδή, αν και Διαφωνία με τ' όνομα, συμφωνεί πάντοτε με ό,τι κι αν της πεις. Ο,τιδήποτε κι αν ακούσει, λέει πάντοτε «έχετε δίκιο, συμφωνώ». Θα ρωτήσει κανείς και με το δίκιο του «πώς είναι δυνατό να γίνεται συζήτηση με κάποιον που συμφωνεί;» η απάντηση όμως έρχεται εντελώς αβίαστα, δεδομένου ότι δεν συμφωνεί όποιος κι όποιος αλλά η κυρία Διαφωνία και αυτό είναι από μόνο του πολύ σημαντικό επιχείρημα, ώστε να καταβάλλεται προσπάθεια να πεισθεί η κυρία Διαφωνία να συμφωνήσει με το όνομά της και να διαφωνήσει επιτέλους -έστω και μια φορά! Το όνομά της αναφέρεται συχνά, ακούω π.χ. να λένε ότι «η κυρία Διαφωνία έγκειται στο εξής» και περιμένω να μάθω πού στο καλό βρίσκεται, πού κατοικοεδρεύει αυτή η κυρία, αλλά ματαίως. Η κατοικία της κυρίας Διαφωνίας μένει επτασφράγιστο μυστικό. Κανείς δεν την έχει δει ως τα σήμερα, ίσαμε τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, να βγαίνει από κάπου ή να μπαίνει οπουδήποτε. Μονάχα κάτι χείλη την αναφέρουν και δεν είναι δυνατόν ολόκληρη χοντρέλω να κατοικεί σε χείλη, έστω και παχιά. Ισως να κατοικεί σε παχιά λόγια, αλλά και πάλι διατηρώ τις αμφιβολίες μου. Εσείς;

Τετάρτη, Απριλίου 13, 2011

127. όταν ο ζωγράφος μπήκε στο μάτι του


Μια μέρα, ο ζωγράφος δεν μπόρεσε να αντισταθεί και τού μπήκε στο μάτι. Στο δικό του το μάτι. Να δει από μέσα τι συμβαίνει. Πώς είναι ο κόσμος μέσα στο ίδιο του το μάτι. Μήπως μπορέσει να αλλάξει κάτι. Οχι στο απομέσα αλλά στο απέξω. Επιδρώντας, δηλαδή, στο εσωτερικό του ματιού να αλλάξει τον τρόπο που έβλεπε αυτό το μάτι τα εξωτερικά φαινόμενα. Οχι να αλλάξει τα χρώματα, να τα δει διαφορετικά, αλλά να αλλάξει τα πράγματα που του χάλαγαν την αίσθηση των χρωμάτων. Να αλλάξει τα πράγματα που τον εμπόδιζαν να αφοσιωθεί στα χρώματα. Περνώντας μέσα από την πάλλουσα κόρη, γλιστρώντας μετά φόβου από τον κοφτερό φακό, κολύμπησε στα κολλώδη υγρά του βολβού, έφερε καμμιά δεκαριά βόλτες γύρω γύρω να καταλάβει πώς στο καλό και πού ακριβώς εστιάζουν τα είδωλα, και μετά, ακολουθώντας την ίδια πορεία, βγήκε. Δεν βγήκε εντελώς έξω όμως, αλλά κάθησε πάνω στην ίριδα. Ηταν πολύ κουρασμένος από το κολύμπι, ξεχάστηκε, ζαλισμένος κιόλας από τα λαμπερά χρώματα, και τον πήρε ο ύπνος. Οταν ξύπνησε ήταν αργά, είχε σκοτεινιάσει, δεν έβλεπε τίποτα, άσε που δεν καταλάβαινε κιόλας πού ακριβώς βρισκόταν. Ετσι συμβαίνει συχνά, όταν κοιμόμαστε κουρασμένοι, κοιμόμαστε πολύ βαρειά κι όταν ξυπνάμε μπερδεύουμε τη μέρα με τη νύχτα, το πρωί με το απόγευμα. Είχε ένα ρολόι με φωτάκι, αλλά εκείνη τη μέρα δεν το φορούσε. Εψαξε στις τσέπες του για φακό ή για αναπτήρα, τίποτα. Το μόνο που κατάλαβε ήταν πως δεν βρισκόταν στο κρεββάτι του, αλλά πάνω σε κάτι τι γλιστερό και επικλινές. Μη μπορώντας να σκεφτεί και να καταλάβει κάτι, αποφάσισε να γυρίσει πλευρό και να συνεχίσει τον ύπνο. Αυτή είναι μια καλή λύση για ανθρώπους νυσταγμένους, αλλά όχι για όσους κοιμούνται μέσα στο μάτι τους. Ετσι, όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί κατάλαβε ότι είχε τυφλωθεί. «Ενα σκουπιδάκι έκανε τη ζημιά» του είπε ο γιατρός, «ένα βρώμικο σκουπιδάκι που μπήκε στο μάτι σας και το μόλυνε ανεπανόρθωτα» ξαναείπε συμπληρώνοντας «αν το βγάλω, μπορεί να κινδυνέψει η ζωή σας». Αφήστε το, γιατρέ, θα συνηθίσω, σκέφτηκε από μέσα του κι έδιωξε το γιατρό. Είχε θυμηθεί τί έκανε την προηγούμενη μέρα, πήδηξε έξω από το μάτι του και όλα καλά. Είχε ανανήψει, που λένε.

Παρασκευή, Απριλίου 08, 2011

126. kimono

Εκείνος φορά kimono. Εκείνη φορά kimono. Εκείνοι φορούν kimono. Εκείνες φορούν kimono. Εκείνα φορούν kimono. Εκείνους που φορούσαν kimono τους λυπήθηκε η ραδιενέργεια και τους άφησε στον τόπο. Δεν αξίζει το βάσανο μιας ζωής για το χατήρι του kimono. Το Ψάρι δεν φόραγε kimono και την πάτησε: άγνωστο για πόσες γενεές θα αναπαράγονται Ψάρια με kimono. Ο νέος Νόμος απαγορεύει το kimono δια ροπάλου. Οσοι δεν φορούν kimono δηλαδή, έχουν το δικαίωμα να ξυλοφορτώνουν τους ηλίθιους που καταστρέφουν τη χώρα τους.

Κυριακή, Μαρτίου 27, 2011

125. Εψη Εψιλον οριζοντία



Η ωραία Εψιλον Εψη
δεν μπορεί να το χωνέψει
Πώς ηυρέθη επί κλίνης
να μυρίζει πτωμαΐνης
Λάτρις βασανιστηρίων
-αν και όχι πελωρίων-
Λάτρις επί πλέον πόνων
-όχι τόσον ιαπώνων-
Ηρχισεν να το χωνεύει
πως ιάπων τη βατεύει
Τί κινέζος τί ιάπων
λίγη η φάβα εντός λάκκων
Προϊόν πανωλεθρίας
το ξεβράκωτον αιθρίας

124. Το μαρτύριον της ωραίας μαρκησίας


Η ωραία μαρκησία Εψη Εψιλον εκοίταξε το πρόσωπόν της εις τον καθρέπτην της λιμουζίνας ήτις την ωδήγει εις το βρυξελλώδες Μέγαρον, κατόπιν του ολονυκτίου πάρτι, ον εδόθη προς τιμήν της υπό των σφριγηλών ψωλώνων, οίτινες ενεφανίσθησαν ομού κραδαίνοντες οπλισμόν σιδηρούν και γραββάτας. Τινές εξ αυτών έφερον ιπταμένους λαιμοδέτας εκ βελούρ σιφόν πουαντιγιέ, τους και παπιγιόν καλουμένους. Μεταξύ των συνδαιτημόνων υπήρχον επίσης ολίγαι γυναί, αίτινες ήσαν ιδιαίτατα σκληραί, ως η γυνή εκ Βησιγοτθίας, της οποίας το όνομα με το οποίον εκαλείτο εντελώς αντίστροφον της προσωπικότητός της εστί, δεδομένου ότι η γυνή αύτη υπήρξεν η αποτελεσματικοτέρα βασανίστρια της μαρκησίας κατά την διάρκειαν του πάρτι. Η ωραία Εψη λάτρις των βασανιστηρίων εστί, ως γνωστόν, βασανιστηρίων όμως απολαυστικών δια την σάρκα και ουχί διαλυτικών του πνεύματος· ένεκα τούτου είχεν αποδεχθεί την πρότασιν των ψωλώνων. Εάν είχεν διαπεράσει τον νουν αυτής η ιδέα του βασανιστηρίου όν υπέστη, ουδέποτε θα απεδέχετο να παραστεί, με κανένα απολύτως τρόπον θα ηδύνατό τις να πείσει την υψηλότητά της να εγκαταλείψει τα ανάκτορα αυτής και να μεταβεί εις το καταγώγιον των Εψιλονικών Μαρτυρίων την νύκτα της εικοστής πέμπτης Μαρτίου του έτους 2525. Το μαρτύριον όν υπέστη ήτο άκρως εξευτελιστικόν, ακόμη και δια τα γούστα της εκλαμπρότητός της, ά ήσαν, ως γνωστόν, λίαν εξτρίμ. Κοιτάζοντας λοιπόν το πρόσωπόν της εντός του καθρέπτου, ανεκάλυψεν εν πρόσωπον το οποίον ουδέποτε είχεν ξαναειδεί, δεν ανεγνώρισεν τουτέστιν τον ωραίον εαυτόν της και παραξενεύτηκε τα μάλα, πώς ήτο δήλα δή δυνατόν να την αναγνωρίζουσι οι ψώλωνες και αι σκληραί γυναί και να υποκλίνονται με θέρμην ενώπιόν της και να αγωνίζονται ποίος θα εξεπλήρωνε πληρέστερα τας επιθυμίας της προς βασανισμόν. Και καλά, οι ψώλωνες εκ Γαλλικίας να εκσπερματίζουν επί των ωραιοτάτων χειλέων αυτής, ήτο κάτι τι συνηθισμένον, αλλά η βησιγότθα γυνή να σχίζει το αιδοίον αυτής με χαρτοκόπτην ήτο παντελώς απρόσμενον βασανιστήριον, χώρια που η βησιγότθα με το αγγελικόν ψευδώνυμον και την περούκαν εκ τριχών αλόγου χρώματος κιτρίνου την απεκάλη πόρνην, λες και δεν είχεν συνηγορήσει εκ των πρώτων η Βησιγοτθία περί της εγκαταστάσεως της ωραίας μαρκησίας εις το βρυξελλώδες Μέγαρον. «Αυτό μας έλειπε τωρα, να μου κατασχέσουν και το σπίτι», εσκέφθη η ωραία Εψη Εψιλον και, στρέφουσα την κεφαλήν, έπαψεν να κοιτάζει εντός του καθρέπτου. Ενεθυμήθη τας στιγμάς καθ' άς η εκλαμπρότης της περιεφρόνει τους ψώλωνας εμπαίζουσα αυτούς και έν χαμόγελον ήρξατο απλωνόμενον επί του προσώπου αυτής, όν απέκτη σταδιακώς την προηγουμένην λάμψιν του. «Αμ, θα τους δείξω εγω στο επόμενο συνέδριο που το λένε τώρα "πάρτι" -τι αγγλοσαξωνικά κουραφέξαλα, θεέ μου!- και το πήραν τώρα και οι βησιγότθοι και το αναμασάνε με μανία», εσκέφθη και πάλιν και, γέρνουσα απαλά εις το πλάι του καθίσματος της λιμουζίνας, αντίκρυσεν εκ νέου το παλαιόν πρόσωπον εις τη θέσιν του. «Χαχα!» εκάγχασεν, «το επόμενο πάρτι θα είναι ιδικόν μου, εντός του εμού Μεγάρου, και τότε να ιδούμε κύριοι ποίος εξ υμών την έχει μεγαλύτερη -όταν σας την μετρήσω κομμένη!» εσκέφθη ξανά και θα εκοιμάτο πλήρης ανακουφίσεως κατόπιν της σκέψεως ταύτης, αν δεν ετριβέλιζε τον νουν της η σκέψη της βηισιγότθας και η άπελπις προσπάθεια εξευρέσως του ιδεώδους βασανιστηρίου δια σκληράς γυνάς εκ Βησιγοτθίας. «Μήπως να μη την βασανίσω καν, αλλά να την θέσω απευθείας εις την πυράν;», αυτή η σκέψις έδωσεν τεραστίαν ευφορίαν εις το πνεύμα αυτής, όν και παρεδόθη εις τας αγκαλας του Μορφέως, διότι η οδός της επιστροφής προεβλέπετο μακρά. Μακροτέρα κατά πολλά χιλιόμετρα της οδού προσελεύσεως.

Κυριακή, Μαρτίου 06, 2011

123. το έθιμο της Καθαρής Δευτέρας εκσυγχρονίζεται


Σύμφωνα με το Π. Δ/γμα υπ' αριθ. 666/6/66 απεφασίσθη αντί χαρταετών να πετιούνται στον αέρα χειροβομβίδες, εκάστην Καθαράν Δευτέραν. Ο Ποιητής αντέδρασε σφόδρα με ύβρεις, διαδηλώσεις και κατάρες, ενώ η Βέρα Καλτάκα το βρήκε απολύτως λογικό και σύμφωνο με τις επιταγές της εποχής. Ο Μεργκαέλ, βεβαίως, θα προτιμούσε να ρίχνονται στον αέρα τσεκ επιταγών, αλλά ποιος τον ακούει αυτόν... Από την άλλη πλευρά, η μαρκησία Εψη Εψιλον με την παρέα της, αν και δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια προς τις χειροβομβίδες, απεφάσισε να υποστηρίξει το Π.Δ/γμα γιατί αν δεν το υποστήριζε αυτή και η παρέα της το Π.Δ/γμα θα έπεφτε κάτω και θα έσκαγε και η πτώση αυτή θα ήταν χειρότερη και πιο εκκωφαντική από το πέταγμα μιας χειροβομβίδας στον αέρα. Ασε που θα είχε και περισσότερα θύματα. Μετά από την υποστήριξη του Π.Δ/γματος και από την Μαρκησία Εψη Εψιλον, η Βέρα σπεύδει να αμολήσει τη χειροβομβίδα της, αδιαφορώντας για την αδιαφορία του Μεργκαέλ και την οργισμένη αντίδραση του Ποιητή.
Καλά Κούλουμα Βέρα Καλτάκα!

Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2011

122. ουρητήρια στοματώδη


Ενα πρωί, ο Αρχηγός πήγε να κατουρήσει στα δημόσια ουρητήρια, να ελέγξει κιόλας την πρόοδο των εργασιών, επειδή είχε διαθέσει ένα σεβασό ποσό για την ανακαίνισή τους. Μόλις μπήκε μέσα στο ανδρών, έπαθε μια κολούμπρα, ένα πράγμα ανεξήγητο γι αυτόν, που ως Αρχηγός, είχε εκπαιδευτεί σκληρά και γνώριζε πλέον καλά να κρατά την ψυχραιμία του ανέπαφη από εξωτερικά --άμα δε και εσωτερικά-- ερεθίσματα. Κάτι τι του ανέβηκε απότομα στο κεφάλι και εμπόδισε τον εγκέφαλό του να δώσει σήμα στο πουλί του να εκβάλει το συσσωρευμένο υγρόν, με αποτέλεσμα τα κάτουρα να γυρίσουν τ' απίστομα, να σκάσουν τη φούσκα, και να πλημμυρίσουν τα εντόσθιά του. Ο Αρχηγός κόντεψε να μείνει σέκος, μόνος, εκειπέρα, πάνω στα πλακάκια, που, καθώς θυμάστε, πολύ του ήρεσαν. Ισως να φταίγαν τα μοντέρνα στοματώδη ουρητήρια που είχαν κατακόκκινα χείλια και άσπρα δόντια, ποιος ξέρει; Πάντως, τα είχε διαλέξει ο ίδιος σε μια έκθεση μοντέρνας τέχνης, όταν είχε πάει στο Παρίσι --ή μήπως στο Μόναχο; πού να θυμάται τώρα-- κι έτσι δεν μπορούσε να αναιρέσει την απόφασή του. Αλλωστε, τα είχε χρυσοπληρώσει κιόλας, άσε που είχε δώσει εντολή να αναλάβει η τηλεόραση του τόπου την προβολή του καλλιτέχνη. Τα στόματα αυτά όμως με τα υγρά κόκκινα χείλη έδιναν την εντύπωση ότι είναι έτοιμα να καταβροχθίσουν κάθε πουλί που θα πήγαινε να κατουρήσει μέσα τους, τόσο έντονα μάλιστα που όποιος βρισκόταν μπροστά τους --ακόμα και ο Αρχηγός, αυτό είναι το σημαντικό-- ένοιωθε ότι θα του αρπάζαν το πουλί πριν καν ξεκουμπώσει το παντελόνι. Ξαφνικά, σταγόνες νερού αρχίσαν να πέφτουν βροχηδόν από το ταβάνι και να πλημμυρίζει νερά ο τόπος. Ο Αρχηγός έβγαλε μια πτυσσόμενη ομπρέλα από την τσέπη του παντελονιού του --τι σόι Αρχηγός θα ήταν αν δεν μπορούσε να προβλέψει ένα παρόμοιο γεγονός;-- και την άνοιξε πάνω από το κεφάλι του. Την ίδια στιγμή όμως, τα κάτουρα που είχαν φτάσει ίσαμε την κρανιοεγκεφαλική χώρα άρχισαν να εκτινάσσονται σιντριβανοειδώς και να προσκρούουν στην εσωτερική πλευρά της ομπρέλας, ούτωσώστε να επιστρέφουν και πάλι πάνω στην εξωτερική πλευρά της υψηλής του κεφαλής. Ο Αρχηγός, προς στιγμήν τα έχασε. Δεν ήξερε από πού να προστατευτεί: από το καθαρό νερό που έπεφτε από το ταβάνι ή από τα ίδια του τα τσίσα; Προτίμησε το δεύτερο κι έκλεισε την ομπρέλα. Δυστυχώς, αν και Αρχηγός, δεν είχε αντιληφθεί την μοναδική λύση, να βγει δηλαδή απο τα ουρητήρια. Ετσι, μετά από μερικές ώρες, κάτι εργάτες που πήγαν να μερεμετίσουν τους αρμούς των πλακακιών τον βρήκαν ξαπλωμένο πάνω στα πλακάκια και πνιγμένο. Ολα γύρω ήταν εντελώς στεγνά και κανείς δεν κατάλαβε --ούτε ο ιατροδικαστής-- πώς έγινε και πνίγηκε. Τίποτε απολύτως δεν μαρτυρούσε το μαρτύριο που είχε τραβήξει, επειδή κατά την ανατομική εξέταση και την εξέταση των σπλάχνων --φύλλο και φτερό έγινε το κορμί του από τα νυστέρια-- ουδέν απεκαλύφθη. Μετά την απώλεια του Αρχηγου, το τοπικό κοινοβούλιο προκήρυξε εκλογές και τα πράγματα ξαναπήραν τον ήσυχο ρυθμό τους, εντός και εκτός ουρητηρίων.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 17, 2011

121. πέρα βρέχει

Ο Ποιητής καθόταν στα σκαλάκια σαν τον Alasdair στη φωτό και κοίταζε αφηρημένος μακριά για να δει αν πέρα βρέχει, όταν ένα σύννεφο πέρασε ξυστά πάνω απο το κεφάλι του και αμόλησε μια ομοβροντία σταγόνων τεραστίου μεγέθους. «Αχ, γιατί να μην είναι αντί σταγόνες στίχοι;» σκέφτηκε ο Ποιητής, που πάσχει από αντιποίηση αυτό τον καιρό και, λες και τον άκουσαν οι ουρανοί, μια νέα ομοβροντία από χαρτάκια τυπωμένα πέφτει και τον πλακώνει. Περιττό να πούμε ότι ο Ποιητής ξεφορτώθηκε βιαστικά όλο αυτό το χαρτομάνι και ξαναπήρε τη θέση του στα σκαλάκια, μόνο που δεν κοιτάζει αφηρημένα αν πέρα βρέχει, αλλά αναρωτιέται αν και πόσο μοιάζει με τον Alasdair. Φυσικά, ως Ποιητής, μπερδεύει τον έναν Alasdair με τον άλλο και η όψη του αλλάζει διαρκώς μέχρις ότου αποφασίσει οριστικά, οπότε και θα σταθεροποιηθεί το ύφος και η μορφή του.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 11, 2011

120. Ο Μεγάλος Βιασμός


Εκλεισε η πόρτα βαρειά πίσω από το βιαστή και παραβιαστή του οικογενειακού ασύλου, των ντουλαπιών με τα ρούχα, του ψυγείου και των ερμαρίων με τα τρόφιμα, του τραπεζικού λογαριασμού και των δανειακών συμβάσεων. Ο ωραίος Μεργκαέλ και η αγαπημένη του Βέρα Καλτάκα εξακολουθούσαν να παραμένουν βουβοί μετά την τραγωδία που είχαν ζήσει. Βουβοί και γυμνοί όπως τους γέννησε η μάνα τους ή όπως ο Αδάμ κι η Εύα στον Παράδεισο. Αλλο τό 'να όμως και άλλο το άλλο. Οταν γεννήθηκαν ήταν νεογνά, ενώ οι προπάτορες ήταν ενήλικες· ως προς τη γύμνια είναι το ίδιο ακριβώς, το ίδιο γυμνοί δηλαδή. Η αίσθηση ντροπής ήταν διάχυτη, χυμένη από κάθε πόρο των σωμάτων τους, πασαλειμένη πάνω στα πλακάκια, ξερασμένη από τη λεκάνη και το νιπτήρα, ακόμα και το καζανάκι της τουαλέτας έσταζε ντροπή. Ο Μεργκαέλ κοίταζε το νιπτήρα απλανώς, ενώ η Βέρα είχε μαρμαρωθεί με το κεφάλι σκυφτό και το βυζι να ανεμίζει κάτω απο τη μασχάλη. Δεν τολμούσε ο ένας να κοιτάξει τον άλλον. Ο βιαστής έφταιγε βεβαίως, αλλά εκείνοι ένοιωθαν την ενοχή που τους είχε φορτώσει. Ακριβώς όπως ο Κύριος φόρτωσε με ενοχές τα πλάσματά του, όπως κάθε μάνα που σέβεται τον εαυτό της ως μάνα και ως κυρία γεμίζει ενοχές τα μυαλά των παιδιών της. Μια παροιμία λέει «και κερατάς και δαρμένος» και είναι η περίπτωση αυτή ακριβώς: βιασμένοι και γυμνοί, λες και είχε αδειάσει και το απομέσα του κεφαλιού τους. Μια στιγμή, η Βέρα σήκωσε το κεφάλι και μουρμούρισε ένα αχνό «και τώρα τί κάνουμε», ο Μεργκαέλ «γιατί πληθυντικός, καθένας μόνος του από δω και πέρα» είπε στον εαυτό του και ράγισε το πράσινο πλακάκι επάνω δεξιά. Τα λευκά πλακάκια είναι πάντα πιο ανθεκτικά, ισπανικό προϊόν βλέπεις. «Ηταν ανάγκη να μπει αυτή η γαμημένη υπογραφή» ξαναμίλησε η Βέρα στον εαυτό της και «μεγάλη ανάγκη έδειχνε πως ήταν» ξαναμίλησε ο Μεργκαέλ και «Με κατέστρεψε ο πούστης!» ξέσπασε ουρλιάζοντας και η Βέρα σηκώθηκε όρθια και φώναξε κι αυτή όσο της επέτρεπε το λαρύγγι της «Θα του φάω το λαρύγγι του καργιόλη!» και το καλό είναι πως σηκώθηκε και ο Μεργκέλ και βρεθήκαν και οι δυο τους ορθοί, αν και στα κρύα του λουτρού, και αγκαλιαστήκαν και φιληθήκαν και πήγαν να ανοίξουν την πόρτα να βγουν να τον κυνηγήσουν. Μαζί. Η πόρτα όμως δεν άνοιγε, ήταν κλειδωμένη απέξω και μέσα στο λουτρό δεν υπήρχε κάτι βαρύ να ρίξουν πάνω της, αλλά έριξε το βάρος του κορμιού του ο Μεργκαέλ και την έσπασε και βγήκαν έτσι θεόγυμνοι στο δρόμο και ενωθήκαν με λεφούσια γυμνών ανθρώπων που ούρλιαζαν κραδαίνοντας τα γυμνά τους σώματα -ασπίδες και όπλα ταυτοχρόνως- και τρέχαν οι γυμνοί άνθρωποι, ορμητικοί μα όχι πανικόβλητοι, να πλακώσουν το βιαστή τους, να τον σκάσουν κάτω από το βάρος των ενοχών με τις οποίες τους είχε φορτώσει. Δεν γνωρίζω τί έγινε στο τέλος, υποθέτω όμως ότι ο βιαστής ανακαλύφθηκε και πλήρωσε το κακό που έκανε -με την υπεξαίρεση της αναπνοής του.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 10, 2011

119. το ποτάμι που κυλάει στον ουρανό


Μια φορά, ήταν ένα μικρό ποτάμι. Ξεκινούσε γοργά γοργά από την πηγή ψηλά στο βουνό και κατέβαινε στην πεδιάδα χοροπηδώντας, πεντακάθαρο και βουερό. Οσο συνέχιζε να κατεβαίνει, όλο και πλάταινε, μέχρι που έγινε ένα μεγάλο ποτάμι. Τα νερά του δεν βουίζαν πια, ήταν ήρεμα και κυλούσαν αθόρυβα και απαλά. Σιγά σιγά, με τον καιρό, έφτασε κοντά σε μια πολιτεία και άρχισαν να το στεφανώνουν γεφύρια πέτρινα και γεφύρια σιδερένια. Περνούσαν άνθρωποι πάνω στα γεφύρια και πηγαίναν από τη μιαν όχθη στην άλλη περπατώντας ή καβάλα στα ζωντανά. Περνώντας ο καιρός, φανήκαν τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια -βρουμ βρουμ- να περνούν από πάνω του. Πολύς ο θόρυβος, το ποτάμι ζαλιζόταν, το συνεχές πέρα δώθε του χάλαγε την ησυχία. Αρχηνίσαν να κόβουν δέντρα από τις όχθες του οι άνθρωποι, να ρίχνουν σκουπίδια στο νερό του, που όλο και θόλωνε. Μερικές φορές, το ποτάμι φούσκωνε κι έδιωχνε τους παρείσακτους, αλλά όλο κι ερχόντουσαν κάτι μαστόρια και διορθώναν τα γεφύρια και ξανά μανά πάλι τα ίδια, μέχρι που το ποτάμι θύμωσε και είπε μέσα του «τι θέλω 'γω εδώ πέρα, κοντεύω να γίνω βαλτότοπος και θέλω να παραμείνω καθαρό ποτάμι» κι έδωσε μια και ξεκόλλησε από τη γης και ανέβηκε στον ουρανό και μην το είδατε! Εκεί ψηλά, τώρα που μιλάμε, εκεί ψηλά γαργαρίζει πεντακάθαρο τραγουδώντας με τα σύννεφα, χαϊδεμένο από τις ηλιαχτίδες κι ασημωμένο από το φως του φεγγαριού.

Σάββατο, Ιανουαρίου 29, 2011

118. Αφαιρέθηκαν οι Μεσογειακοί Αγώνες


Οι Μεσογειακοί Αγώνες ήταν ανέκαθεν αφηρημένοι. Εκείνη την ημέρα όμως, έτυχε να αφαιρεθούν εντελώς κι έτσι, αφηρημένοι όπως ήταν, χάσαν το δρόμο που θα τους οδηγούσε στη χώρα των ονείρων τους, στη χώρα όπου ονειρευόντουσαν μια ζωή να διαπρέψουν ως Αγώνες και ως Μεσογειακοί κυρίως.
Το ευτύχημα είναι ότι, ναι μεν έχασαν τη χώρα των ονείρων τους, η χώρα όμως αυτή τους ξανασυνάντησε στα όνειρά τους κι έζησαν μαζί ένα ονειρεμένο παραμύθι αγκαλιασμένοι στα σύννεφα, χωρίς έπαθλα, φανφάρες και τα λοιπά συναφή, πράγματα τα οποία συνήθως διαστρέφουν τα όνειρα σε εφιάλτες.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 28, 2011

117. η Δημοκρατία στο πορτ-μπαγκάζ


Μια μέρα -ή μήπως ήταν νύχτα;- η Δημοκρατία περπατούσε αμέριμνη σε ένα δρομάκι εξοχικό, όταν έπεσε πάνω σε ένα πορτ-μπαγκάζ ανοιχτό και είπε από μέσα της «δεν μπαίνω να δω πώς είναι ένα πορτ-μπαγκάζ από μέσα;» γιατί, ως γνωστόν, η Δημοκρατία παλεύει ανέκαθεν με τα μέσα. Δεν το ρισκάρει με τα έξω, βλέπετε, γιατί μια ζωή στο γκαναπέ του σαλονιού την έχει βγάλει και αρνείται να αλλάξει συνήθειες τώρα στα γεράματα. Οχι και γερασμένη ακριβώς, αλλά μάλλον γεροντομπασμένη την κόβω. Ολο κάνει τη σοβαρή και «απαπα δεν τα σηκώνω αυτά» ή «απάδουν της δημοκρατικής μου παιδείας τα τοιαύτα» ή «εστέ σοβαροί και ας το συζητήξωμεν το θέμα» όλο τέτοια λέει και την έχουν πάρει στο ψιλό κάτι καλόπαιδα και τη γαζώνουν -με σφαίρες. Είδε λοιπόν ανοιχτό το πορτ-μπαγκάζ και μπήκε. Οχι μονάχα μπήκε, αλλά το έκλεισε κιόλας από πάνω της. Δεν μπορώ να φανταστώ ποιες ήταν οι σκέψεις της όταν προέβη στην πράξη αυτή, ίσως όμως απλώς και να μη σκεφτόταν τίποτα, να νύσταζε ή και να έπεσε το καπάκι απο μόνο του μόλις μπήκε και να την κλειδαμπάρωσε. Αγνωστο το πώς, άγνωστο και το γιατί. Το μόνο γνωστό είναι ότι ακόμα παραμένει έγκλειστη μέσα σε ένα πορτ-μπαγκάζ που βρέθηκε μπροστά της ανοιχτό και το θέμα είναι ποιος και γιατί το είχε αφήσει εκεί το αμάξι νυχτιάτικα με ανοιχτό το πορτ-μπαγκάζ. Ηταν τυχαίο ή ήταν παγίδα; Θα μπορούσε να είχε μπει και σε πηγάδι η Δημοκρατία, αν έβρισκε μπροστά της ένα πηγάδι, δεδομένης της μεγάλης περιεργειας που τη δέρνει. Τα πηγάδια όμως δεν μετακινούνται εύκολα, δεν έχουν ρόδες, ενώ ένα αμάξι σταματάει όπου θέλει ο οδηγός και είναι ευνόητο ότι, για να το σταματήσει εκεί από όπου θα περνούσε η Δημοκρατία, κάτι θα είχε σκαρώσει εναντίον της. «Και πώς εγνώριζε ότι θα μπεί μέσα στο ανοιχτό πορτ-μπαγκάζ η ευλογημένη;», θα ρωτήσει κάποιος και θα απαντήσω ότι το έπαιξε μονά-ζυγά ο σωφέρ -ο γκάγκστερας μαλλον- το παιχνίδι, το άφησε στην τύχη με πιθανότητες φίφτυ φίφτυ. Συνήθως, εκείνοι που έχουν τα πολλά κερδίζουν, οπότε, ποντάρησε απλά στην τύχη του. «Και τί την ήθελε τη Δημοκρατία στο πορτ-μπαγκάζ;» Να, άλλη μια καλή ερώτηση, στην οποία δεν ξέρω ακριβώς τί να απαντήσω, αλλά θα επιχειρήσω να μαντέψω. Μπορεί να την ήθελε να την πάρει σπίτι του να του συγυρίζει, να μαγειρεύει και να πλένει και τα πιάτα ή να την ήθελε για γκόμενα. Το πιθανότερο, εδώ που τα λέμε μεταξύ μας, είναι να την ήθελε απλώς κλειδωμένη στο πορτ-μπαγκάζ, ανενεργή που λένε. Στην εικόνα βλέπετε ένα ωραιόταττο πορτ-μπαγκάζ, ευάερο και ευήλιο, εκείνο όμως όπου φυλακίστηκε η καημένη η Δημοκρατία ήταν ένα πορτ-μπαγκάζ αλεξίσφαιρο, ενός μαύρου αυτοκινητου, σαν αυτά που οδηγούν κάτι γραββατωμένοι τύποι με μαύρα γυαλιά ηλίου που τα φορούν ακόμα και τη νύχτα -ιδίως τη νύχτα.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...