Σάββατο, Μαΐου 24, 2008

062. Το χαρτάκι

Η Βέρα Καλτάκα ξύπνησε με μια αίσθηση ανακούφισης, σημάδι πως είχε δει ένα ωραίο όνειρο, το οποίο όμως δυστυχώς δεν θυμόταν. Προσπάθησε να θυμηθεί τι ήταν αυτό, ποια σημεία του ονείρου της είχαν φέρει την αίσθηση ευεξίας δηλαδή, αλλά και πάλι, τα σημεία αυτά δεν της φάνηκαν επαρκή. Πρώτα πρώτα, θυμήθηκε ότι βρισκόταν με τον αγαπημένο της Μεργκαέλ κάπου, σαν σε βραδινή έξοδο, αλλά μαζί τους βρισκόντουσαν κι άλλες τρεις γυναίκες και θυμάτα καλά ότι την ώρα του αποχαιρετισμού του είπε -μισογελαστά, μισοθυμωμένα, μισοκάνοντας πλάκα- «Ωραία περάσαμε καλέ μου, αλλά εσείς θα πρέπει να περάσατε υπέροχα με το προσωπικό σας χαρέμι. Τεσσερις γυναίκες ίσον χαρέμι, έτσι δεν είναι;» κι εκεινος ψιλογέλασε, αλλά πριν την αποχαιρετίσει τελευταία της έτεινε ένα μικρό τσαλακωμένο χαρτάκι. Το χαρτάκι ήταν κιτρινισμένο από την πολυκαιρία -γύρευε πόσα χρόνια λούφαζε στην τσέπη του- και, όπως το έπιασε στα δάχτυλά της, ένοιωσε κάτι τριψουλίδια σαν μούχλα και σαν σκόνη και σκέφτηκε, πριν διαβάσει τι γράφει, «τι καλά που φάγαμε πρώτα, πόσο βρώμισαν τα χέρια μου με αυτό το παλιόχαρτο, πρέπει γρήγορα να βρω κάπου να πλυθώ». Σουρούπωνε κιόλας, αλλά μπόρεσε να διαβάσει τι ήταν γραμμένο στο χαρτάκι, πράγμα που έσπασε το μυαλό της να θυμηθεί και ξυπνητή, το ένοιωθε καλά ότι οι τέσσερις γραμμένες με μολύβι λέξεις αποτελούσαν ένα “κλειδί” για να καταλάβει -τι άραγε να καταλάβει;- αλλά δεν θυμόταν τίποτε άλλο εκτός από την υφή του χαρτιού. Προχωρώντας προς το λουτρό για να κάνει την πρωινή της τουαλέττα, σκέφτηκε τέσσερις λεξούλες που θα της άρεσε να ήταν γραμμένες στο χαρτί του ονείρου της και αυτές ήταν “ούτε ένοχος ούτε θύμα”, μια κωδικοποίηση της ζωής της ως τα σήμερα, αυτό ακριβώς για το οποίο πάλευε μια ζωή, και της έκανε εντύπωση πώς ήταν δυνατόν να είχε και ο ωραίος Μεργκαέλ την ίδια με κείνην στάση πάλης. Μπα, κάτι άλλο θα έγραφε στο χαρτάκι του, σε επόμενο όνειρο να θυμηθεί να τον ρωτήσει.

Η συνέχεια του ονείρου διαδραματίστηκε στο άγαλμα του Βύρωνα και ήταν νύχτα. Βρέθηκε πάλι μαζί με τον άντρα των ονείρων της, τον ωραίο Μεργκαέλ Ωγκαίο, αλλά δεν ήταν ψηλός και λεπτός αυτή τη φορά. Είχε κοντύνει και βρισκόταν στο ύψος της. Λίγο πριν αποχαιρετιστούν και ορίσουν το επόμενο ραντεβού -στο όνειρο πάντα- εκείνη την ώρα ακριβώς, της ήρθε επιθυμία να κατουρήσει και, μια και η κίνηση στη λεωφόρο Αμαλίας ήταν μηδαμινή, αποφάσισε να τα κατεβάσει και να ουρήσει δίπλα στο άγαλμα όπου η Δόξα στεφανώνει το Βύρωνα. Τα ούρα ξεχύθηκαν ποτάμι, δεν ήταν δυνατό να κρυφτεί η πράξη που τόσο την ανακούφισε. Ο Μεργκαέλ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του να εξαφανίσει τα κατρουλιά, πήρε μια μεγάλη λεκάνη, τη γέμιζε νερό από ένα μεγάλο σωλήνα σαν εκείνον που βλέπουμε σε παλιές ταινίες να βρίσκεται στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, από όπου έτρεχε άφθονο νερό -στα όνειρα όλα συμβαίνουν- και το έριχνε πάνω στο κίτρινο υγρό που πλημμύριζε το πλατύ πεζοδρόμιο, αλλά τίποτα δεν γινόταν.

Η Βέρα Καλτάκα ένοιωσε ότι είχε πικράνει τον αγαπημένο της, ότι εκείνος ντρεπόταν για λογαριασμό της. Τότε ακριβώς πρόσεξε το μπόι του, που είχε κοντύνει και προχώρησε στην επόμενη ονειρική φάση. Προχώρησε κυριολεκτικά, γιατί πέρασε απέναντι αφήνοντας τον ωραίο Μεργκαέλ να μάχεται τα κατρουλιά και είδε παρκαρισμένη μια ωραία σεβρολέτ του 1955, χρώματος γκρι σουρί -σα να λέμε “ποντικί”. Το μοντέλο αυτό μάγευε ανέκαθεν τη Βέρα Καλτάκα, αντίθετα το μοντέλο του 1959 με εκείνα τα φτερά πεταλούδας στα οπίσθιά του την εξόργιζε. Σκεφτόταν ποιος νοσηρός εγκέφαλος είχε συλλάβει και κάνει πράξη το αποτέλεσμα της φαντασίας του, όταν εκείνη τη στιγμή ακριβώς πέρασε δίπλα της μια σεβρολέτ του 1959, κόκκινη, αλλά με τα φτερά του καπώ της συμμαζεμένα, δεμένα με γυαλιστερά χρώμια στο υπόλοιπο αμαξωμα, σαν ευνουχισμένη. Θύμιζε μοντελάκι τύπου φίατ, μια σεβρολέτ αποδυναμωμένη εντελώς, και τη λυπήθηκε.

Στο νου της ήρθε πάλι το χαρτάκι και η αίσθηση της πολυκαιρίας κόλλαγε νοερά στα δάχτυλά της, η αίσθηση σκόνης ανακατεμένης με ένα σωρό μικρόβια. «Ουτε ένοχος ούτε θύμα», αυτό θα πρέπει να έγραφε το χαρτάκι, αυτό της ταίριαζε και τέλος. Κι αν δεν το έγραφε, αν οι λεξεις αυτές ήταν κατασκεύασμα αποκλειστικά δικό της, δεν είχε καμιά σημασία. Στο κάτω κάτω, ο Μεργκαέλ δεν ήταν μάγος να μαντέψει τι θα ήθελε εκείνη να γράφει το χαρτάκι του, το φυλαγμένο τόσα χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι το χαρτάκι είχε γραφτεί πολύ πριν τη γνωριμία τους.

Παρασκευή, Μαΐου 16, 2008

061. Ρεπορτάζ Χωρίς Τσίνορα

Χαμήλωσε το βλέμμα. Δεν άντεχε το δικό του καρφωμένο πάνω στα βυζιά της. Ηθελε να τα βλέπει και αυτή. Να εστιάζουν στο ίδιο σημείο τα βλέμματά τους. Πόση ώρα όμως μπορεί να προσηλωθεί ένα βλέμμα στο ίδιο σημείο; Να ήταν κάνα ηλιοβασίλεμα, πάει στο καλό! Αλλά στα βυζιά της; Τα είχε δει εκατοντάδες φορές, προ και μετά σιλικόνης. Τα έβλεπε από την εφηβική της ηλικία, από τότε που είχαν αρχίσει δειλά δειλά να φουσκώνουν. Δεν άντεχε να εξακολουθεί να τα βλέπει τόση ώρα συνέχεια, έστω κι αν εκείνος δεν κουραζόταν να τα κοιτάζει. «Ουφ!» έκανε με χάρη, «δεν κοιτάμε και κάτι άλλο; Ολο τα βυζάκια μου θα βλέπεις;» Τότε, εκείνος σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε ίσια στα μάτια, καρφωτά. Τότε ακριβώς, εκείνη πρόσεξε ότι τα μάτια του δεν είχαν τσίνορα. Ηταν η πρώτη φορά που κοιταζόντουσαν στα μάτια, γι αυτό. «Ναι, καλό μου, ας κάνουμε κάτι άλλο. Τι θά 'λεγες για ένα ρεπορτάζ; Να σε βοηθήσω με το θέμα;»«Ω, γλυκειέ μου, με βοήθησες κιόλας!» απάντησε λιγωμένα, φιθυρίζοντας σιγανά «Θα κάνω ένα ρεπορτάζ χωρίς τσίνορα...» Ευτυχώς, ο Ποιητής ήταν ολίγον τι κουφός.

Πέμπτη, Μαΐου 01, 2008

060. The perfect kiss

Αυτό θα ήταν το τελειότερο φιλί, αν συνέβαινε μερικά χρόνια αργότερα. Τότε που συνέβη, απλώς ήταν κάτι τι το αηδιαστικό. Η μικρή έβγαλε τη γλωσσίτσα της από αγανάκτηση που βρισκόταν τόση ώρα στημένη για τη φωτογράφιση και ο μικρούλης, αμέσως μετά, έκανε εμμετό. Ο Ποιητής βρισκόταν εκεί κοντά, αλλά δεν συνέλαβε την αλήθεια. Είναι γνωστό ότι οι ποιητές ζουν στον κόσμο τους.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...