Κυριακή, Νοεμβρίου 02, 2008

081. χαμογέλο και χρήμα

Οταν είδε ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο το χαμόγελό της, την ερωτεύτηκε αμέσως και σφόδρα. Μια μέρα όμως, εκείνη ξέχασε να το φορέσει, άφησε το χαμόγελο στην κρεμάστρα του και βγήκε από το σπίτι ξεχαμόγελη, σαν να λέμε χειρότερα κι από ξεβράκωτη. Ευτυχώς, εκείνη ακριβώς την ημέρα ο ωραίος Μεργκαέλ είχε πάει για ψάρεμα, διαφορετικά θα έχανε πάσαν ιδέα περί χαμόγελου. Δεν είχε καταλάβει ίσαμε τότε και μάλλον δεν θα καταλάβαινε ποτέ, εις τον αιώνα τον άπαντα δηλαδή, ότι το χαμόγελο είναι ένα ρούχο όπως όλα τα άλλα. Το ότι γεννιέται κανείς με μια γερή περιουσία σε χαμόγελα κάθε τύπου, δεν αναιρεί την υλική υπόσταση του χαμόγελου. Ισα ίσα την εντείνει, επειδή υπάρχει αντιστρόφως ανάλογη σχέση χαμόγελων και χρημάτων. Εχετε προσέξει τις ξινισμένες μούρες των πλουσίων σε χρήμα; Πόσο ξινά είναι τα χαμόγελά τους; Εχετε προσέξει πόσο γλυκά και αφοπλιστικά χαμογελούν οι φτωχοί; Η αγαπημένη του Μεργκαέλ πάντως, δεν είχε καμία σχέση με το χρήμα. Χαμογελούσε από ευτυχία, επειδή την αγαπούσε εκείνος, και το ερώτημα είναι τί άραγε να προηγήθηκε: Υποθέτω ότι πρώτα έφυγε ο Μεργκαέλ για ψάρεμα και μετά ξεχάστηκε το χαμόγελό της. Σεις, τι λέτε;

Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2008

080. αηδονοθηρίας το ανάγνωσμα

Αηδονοθήρας είναι αυτός που κυνηγάει αηδονάκια, αυτά τα ωδικά πτηνά που έρχονται στη χώρα μας τον Απρίλη και φεύγουν τον Αύγουστο που είναι παχιές οι μύγες επειδή κάνουν δίαιτα, να μη μπαίνουν σε πειρασμό δηλαδή τρώγοντας πολλά λιπαρά και χάσουν τη φόρμα τους. Αν δεν φρόντιζαν τη σιλουέτα τους, πώς θα έφευγαν; Θα ήταν βαριά και θα πέφταν στο χώμα ή στο νερό -ακόμα χειρότερα.
Ο αηδονοθήρας λοιπόν, συλλαμβάνει αηδόνες και αηδόνους και στοιβάζει μέσα σε ένα κλουβί όλα μαζί τα πτηνά. Του έρχεται πτηνότερα έτσι. Γιατί το κάνει αυτό; Ετσι, είναι το χόμπυ του. Παράλληλα με την αηδονοθηρία, είναι επιρρεπής και στην αηδονοβλεψία. Κρυφοκοιτάζει τα αηδονάκια να ερωτεύονται και να γεννούν αυγουλάκια. Δεν του είναι όμως αρκετό να είναι αηδονοβλεψίας, είναι και αηδονακουστής και, επειδή τα αηδόνια δεν τραγουδούν φυλακισμένα, ελευθερώνει κάπου κάπου μερικά για να μπορεί να τα ακούει να κελαηδάνε. Οι προτιμήσεις αυτές ονομάζονται γενικά αηδονισμός και αηδονολατρεία. Είναι επικίνδυνο όμως να ασκούνται χωρίς έλεγχο, επειδή μπορεί να επέλθει αηδονοπληξία και τότε το μόνο φάρμακο είναι η αηδονάλη, ένα κατασκεύασμα από αηδονόζουμο, και είναι κρίμα να συμβαίνει αυτό, να στίβουμε αηδόνια δηλαδή. Αυτά δίδασκε ο Δάσκαλος των Αηδονών μέχρι που ένας αηδονοθήρας τον τσάκωσε στα δίχτυα του. Αηδία κατάντησε πια αυτή η αηδονομανία! Από δω και στο εξής, προτείνω να ακούτε άριες από βέρους αοιδούς και να αφήνετε τα αηδονάκια στην ησυχία τους.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 20, 2008

079. γεννημένη αγενής

Γεννήθηκε αγενής και, μεγαλώνοντας, ζούσε σε μαύρη απελπισία. Κανείς δεν την καταλάβαινε, μέχρι που ταίριαξε με ένα σπανό. Ξυράφια, ξυραφάκια, αφροί ξυρίσματος, βουρτσάκια, λεπίδες, σαπουνάδες, γιοκ. Εζησαν και πέθαναν ευτυχισμένοι. «Το μόνο που είχαν ήταν μπόλικα λέπια, αλλά αυτά δεν δημιουργούν πρόβλημα στο νερό όπως οι τρίχες» είπε το Ψάρι και ξεκίνησε βιαστικά για το μνημόσυνο της γιαγιάς του.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2008

078. η πόρτα

Γυρίζω δυο φορές το κλειδί και μετά το τραβώ από την κλειδαριά και το αφήνω να κρέμεται χαλαρά. Φοβάμαι μη πάθω κάτι, μη μείνω στον τόπο και χαλάσουν την πόρτα προσπαθώντας να την ανοίξουν για να με σώσουν ή για να με βγάλουν πεθαμένη. Κρίμα να χαλάσει τέτοια πόρτα, έτσι δεν είναι; Κλειδώνω το λοιπόν και μετά κάθομαι και βλέπω τον απέναντι τοίχο, τον τοίχο που χωρίζει το σαλονάκι από την κουζίνα, και σκέφτομαι πως είμαι μόνη επειδή πάντα έφευγα. Πάντα, εκτός από την τελευταία φορά που έφυγε πρώτος για τον παράδεισο ο κύρης μου. Ητανε ναυτικός και τον πήρε η θάλασσα, μόλις τα είχα καταφέρει να συνηθίσω να βρισκομαι μαζί του. Μόλις τα κατάφερα να μη φεύγω πλέον. Μόλις τότε κατάφερα να καταλάβω ότι όσο φεύγεις από έναν έρωτα, τόσο εκείνος μεγαλώνει επειδή τον σκέφτεσαι συνέχεια -δεν έχεις τί άλλο να σκεφτείς όταν είσαι φευγάτος. Η πόρτα μένει κλειδωμένη, αλλά φροντίζω για την ακεραιότητά της, σπαράζοντας ξεκλείδωτη. Μια πόρτα κλειστή έχει χρεία σεβασμού.

Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008

077. Εκεί που περπατούσαμε

Δεν υπάρχει τίποτα από τότε. Ολα τσιμέντο και άσφαλτος. Πάνε κι οι μυρωδιές της άνοιξης, έγιναν καυσαέρια. Ο ουρανός γέμισε πολυκατοικίες. Εκεί που περπατούσαμε δεν υπάρχει χώρος για πόδια ανθρώπου. Μόνο ρόδες κυκλοφορούν. Κινδυνεύεις να διαμελιστείς, αν επιμείνεις να περπατήσεις εκεί που ήταν παλιά μονοπάτια. Τα χωράφια ανέβηκαν στα ύψη. Κρίμα που δεν μπορώ να νιώσω το χέρι σου, κρίμα που δεν μπορώ να ξαναδώ το γαλάζιο βλέμμα σου, κρίμα που σκοτείνιασαν όλα. Αστρα δεν φαίνονται πια, χρώμα ουρανού ροζέ βρώμικο τις νύχτες. Ούτε η πανσέληνος δεν είναι ίδια. Τίποτα δεν υπάρχει. Αμμος σκέπασε τις μαύρες πλάκες, άμμος και τον πηλό στη μακρινή παραλία. Τα βραχάκια σκεπάστηκαν κι έγιναν δρόμος. Η θάλασσα πήγε μακριά και δεν μοσχοβολάει. Το κυματάκι δεν ακουμπάει στο φεγγάρι. Μένει μαύρο και σκοτεινό. Τίποτα δεν λάμπει. Ούτε το βλέμμα σου στην ψυχή μου. Αυτά έχω να σου πω πατέρα. Κοιμήσου ήσυχος, δεν θα χαθώ -ακόμα.

Πέμπτη, Αυγούστου 28, 2008

076. ο συγγραφέας και το ύφος του

Μια φορά, ήταν ένας που έγραφε. Εγραφε ασταμάτητα κι όταν τον ρωτούσαν γιατί γράφει, απαντούσε "για να βρω το ύφος μου" και συνέχιζε να γράφει. Δεν υπήρχε αντικείμενο γραφής, δεν υπήρχαν ερεθίσματα και ιδέες, δεν υπήρχε αιτία που δημιουργούσε την ανάγκη για γράψιμο, παρεκτός από το γράψιμο το ίδιο που ήταν αυτοσκοπός, να γράφει για να γράφει δηλαδή και να βλέπει τα γραμμένα τυπωμένα. Μια μέρα, εκεί που διάβαζε τα γραπτά του, βρήκε το ύφος του και σταμάτησε να γράφει. Για την ακρίβεια, κάποιοι άλλοι του είπαν ότι επιτέλους βρήκε το ύφος του και ότι αυτό το ύφος είναι ταιριαστό με το παράστημα και την κορμοστασιά του και αν το εγκατέλειπε θα ήταν κουτός και αχάριστος στους κόπους μιας ζωής ολόκληρης που του είχε επιτρέψει να το ψάχνει και να το καλλιεργεί. Αυτοί οι άλλοι ήταν οι φίλοι, το κοινό του, εκείνοι για τους οποίους έγραφε ασταμάτητα τόσα χρόνια, εκείνοι που διάβαζαν μετά μανίας τα γραπτά του, εκείνοι που θαύμαζαν την αντοχή του στο γράψιμο, στην αποκάλυψη της μοναδικότητας του γραψίματός του έκαναν σπονδή βαρέλια ολόκληρα ποτών και ηδυπότων, νύχτες ατέλειωτες που δεν τις έβλεπε η μέρα κι έτσι δεν γελούσε. Ηταν πολύ σημαντικό που έπαψε να γράφει, ίσως σημαντικότερο από τις χιλιάδες σελίδες των γραπτών του με τους μοναδικούς του αναγνώστες. Μετά, είδε μια γιαγιάκα να γράφει σε φορητό υπολογιστή καθισμένη σε ένα παγκάκι κι έπαθε καρδιακό επεισόδιο και τρόμαξε να τον συνεφέρει ο γιατρός. Δεν ήταν τόσο τα φάρμακα που τον ξανάφεραν στα ίσια του, αλλά η μικρή φράση «και τι έγινε;» Ξανάπιασε λοιπόν τα σύνεργά του και συνέχισε το γράψιμο ελεύθερος, χωρίς το άγχος του ύφους που έπαιζε κρυφτό, αδιάφορος αν θα το βρει ή όχι, αδιάφορος για τις διάφορες γνώμες, αδιάφορος για τα συγχαρητήρια, αδιάφορος για τα χεστήρια, αδιάφορος για όλα σχεδόν. Το μόνο που τον ενδιέφερε πλέον ήταν μόνο το γράψιμο. Εγινε ένας που έγραφε για κάθε λόγο και αιτία, ακόμα και για το γράψιμο το ίδιο, να γράφει για να γράφει δηλαδή, κι όταν κάποιος τόλμαγε να του μιλήσει για ύφος και τα τοιαύτα, τον έγραφε κι αυτόν κανονικά ατάκα κι επιτόπου!

Πέμπτη, Αυγούστου 21, 2008

075. ο αθλητής-σφαίρα

Εάν το περίστροφον του αφέτου δεν ήτο άσφαιρον και εάν η σφαίρα διαπερνούσε τον εγκέφαλον του αθλητού της αρεσκείας του -ταυτοχρόνως με την εντολήν προς εκκίνησιν των άλλων αθλητών- τότε ο αγών του πυροβολημένου αθλητού θα έληγεν αυτοστιγμεί εις χρόνον μηδέν! Οποία αγαλλίασις, οποία εθνική υπερηφάνεια, εάν ο αθλητής της αρεσκείας του αφέτου ετύγχανεν ελληνικής ιθαγενείας και υπηκοότητος βεβαίως. Οσο δυνατά και να τρέχει το φαβορί, είναι αδύνατο να προλάβει να καταρρίψει το ρεκόρ του χρόνου ο οποίος απαιτείται εις την περιγραφείσαν περίπτωσιν. Εκτός εάν το φαβορί μετατραπεί εις σφαίραν, αλλά και πάλι η απόστασις των εκατό μέτρων θα το χωρίζει από την κατάκτηση της πρώτης θέσεως. Εκτός αν ο αφέτης μεταφερθεί εκατό μέτρα μακρύτερον. Τοτε, με μια εξαιρετικά καλή εκκίνηση, όλα παίζονται.

074. ο Μεργκαέλ και τα γεύματα Ζωής

"Η Ζωή είναι ωραία" είπε ο ωραίος Μεργκαέλ και τσίμπησε άλλο ένα από τα πλευρά της. Του άρεσε να απολαμβάνει τα γεύματά του αργά -πολύ αργά. Συνήθως άφηνε τα κόκκαλα τελευταία και το ίδιο θα έκανε και με τη Ζωή του. Την ένοιωθε δική του και θα τη ρούφαγε μέχρι το μεδούλι, θα κοπάνιζε τα κοκκαλάκια της και θα τα κατάπινε κι αυτά. Το ότι είχε ήδη αρχίσει η καημένη να ανασαίνει με δυσκολία, ένεκα τα φαγωμένα πλευρά της, δεν τον απασχολούσε για την ώρα. Αυτή τη στιγμή είναι αποφασισμένος να τηρήσει το πρόγραμμα των γευμάτων Ζωής στο ακέραιο. "Η Ζωή είναι σαν τη ντομάτα" σκέφτηκε πριν εισάγει το ασημένιο του πιρουνάκι στο δέρμα των κατακόκκινων ζουμερών της ώμων, που ήταν ευαίσθητοι στην ηλιοθεραπεία.

Τρίτη, Αυγούστου 12, 2008

073. ο ωραίος Μεργκαέλ αντιμέτωπος με τα κιλά του

Οταν ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο βρέθηκε απέναντι στα κιλά του, άφησε ένα μικρό επιφώνημα έκπληξης. Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι το βάρος ολόκληρου του εαυτού του χωρούσε σε μερικές σιδερένιες ροδέλες και μάλιστα βρωμερές και σκουριασμένες. Αντιλήφθηκε ότι η σχέση βάρους με όγκο είναι ένας ξεκάθαρος παραλογισμός.
Κατάλαβε πολύ καλά ότι το ερώτημα «τι είναι πιο βαρύ, ένα καντάρι σίδερο ή ένα καντάρι μπαμπάκι;» που έπαιζε στην επικαιρότητα των παιδικών του χρόνων δεν είχε την -απολύτως λογική- απάντηση που εκείνος έδινε συνήθως, δηλαδή, «ένα καντάρι σίδερο, φυσικά». Θυμήθηκε και τη θεωρία για τις μαύρες τρύπες που είναι πολύ μικρές και πάρα πολύ βαριές και που όλα τα καταβροχθίζουν, μια θεωρία για την οποία πολύ λόγος γίνεται τελευταίως στα κανάλια και στις παρέες, και άρχισε να τρέμει. Φοβάται πολύ τώρα μήπως τον καταβροχθίσουν αυτές οι σκονισμένες ροδέλες και φορέσουν το ωραίο του μαύρο κοστούμι και το ξεχειλώσουν, μήπως ξεσκίσουν τα ωραία του σκαρπίνια, ή μήπως τον κάνουν μια ροδέλα επιπλέον κι αυτόν, μια ροδέλα σιδερένια, μια εντελώς άκομψη ροδέλα χοντρή, βρώμικη και σκουριασμένη.

Δευτέρα, Αυγούστου 04, 2008

072. το νήμα της αγάπης

Οταν ο Ποιητής αποφάσισε να αποδεσμευτεί από την αγάπη της Μάνας, έπεσε απότομα μπρούμυτα στο πλακόστρωτο και τότε, από τη φόρα της πτώσης, ξεπετάχτηκε το χτενάκι που συγκρατούσε την πλούσια κόμη του και τα λυμένα του μαλλιά απλώθηκαν στη γυμνή του πλάτη σαν πλοκάμια από καλαμαροχτάποδα. Εψαξε και βρήκε την άκρη του νήματος της αγάπης της Μάνας, που αγκάλιαζε το λαιμό του και τον έπνιγε τόσα χρόνια -μιλάμε για πολλά πολλά χρόνια. Το νήμα αυτό είχε χοντρύνει πολύ, ένεκα της συχνής και πλούσιας διατροφής που του προσέφερε η Μάνα, και είχε γίνει σαν τριχιά -χοντρό και αγκαθερό. Ο Ποιητής όμως ήταν αποφασισμένος να γλιτώσει από δαύτο και άρχισε να το ξετυλίγει μετά πολλού κόπου και βασάνου. Ξετύλιγε και ξετύλιγε και τελειωμό δεν είχε, αλλά η ανακούφιση που ένοιωθε μετά από το ξετύλιγμα κάθε γύρου από το λαιμό, τού έδινε καινούργιο κουράγιο να συνεχίζει το άθλημα. Οσο το νήμα της αγάπης της Μάνας ξετυλιγόταν, τόσο λέπταινε, μέχρι που έγινε λεπτό σαν μεταξωτή κλωστίτσα. Οσο πιο λεπτό, τόσο πιο ανθεκτικό και τόσο πιο κοντά στο δέρμα του λαιμού του Ποιητή, τόσο πιο κοντά στην ψίχα της ψυχής του. Με τα πολλά, παραμένοντας εξακολουθητικά μπρούμυτα πάνω στο πλακόστρωτο, ο Ποιητής είδε και απόειδε να ξετυλίγει και το νήμα να μη σώνεται και σκέφτηκε να τα παρατήσει. Πώς όμως θα ξανατύλιγε όλο αυτό το πελώριο κουβάρι γύρω από το λαιμό του, ώστε να μη πάρει χαμπάρι η Μάνα τί πήγε να κάνει; Γιατί, αν η Μάνα καταλάβαινε πόσο βαριά έπεφτε η αγάπη της στο παιδί της, θα ήταν ικανή για όλα -μέχρι και να το πνίξει κανονικά. Αλλο δεν έμενε στον Ποιητή από το να συνεχίζει το ξετύλιγμα και ό,τι ήθελε ας γινόταν. Ιδρωνε και ξίδρωνε λοιπόν, είχε να παλέψει και με το βάρος των μαλλιών του που τον πίεζαν αφόρητα πάνω στο πλακόστρωτο, οι πλάκες άρχισαν να υποχωρούν σιγά σιγά μέχρι που απορρόφησαν τη λυωμένη μάζα των μαλλιών, του νήματος της αγάπης, του σώματος του Ποιητή, και μια ψιλή ευεργετική βροχούλα ήρθε να ξεπλύνει τα αίματα και τους ιδρώτες.
Λένε, ότι η Μάνα ήταν εκείνη που παρακάλεσε «ας βρέξει επιτέλους!»

Κυριακή, Ιουλίου 27, 2008

071. ο έλεγχος του ύπνου

Ο Ζωγράφος είχε χάσει τον έλεγχο. Δεν υπήρχε τρόπος να ξαναβρεί την οδό των ονείρων, χωρίς να ελέγχει τον ύπνο του. Πανικοβλήθηκε, η αϋπνία τον είχε καταρρακώσει. Αρχισαν να εισβάλλουν και σωματικά συμπτώματα. Τότε αποφάσισε να πάει στο γιατρό. «Πάρε αυτά τα χαπάκια» είπε ο γιατρός. Η ιδέα πως θα πάρει χάπια, ο τρόμος ότι μπορεί να γίνει κι αυτός ένας χαπάκιας σαν τους πολλούς, έκαναν τον πανικό του να μεγαλώσει. «Πάρτα, κι εγώ τα παίρνω» του είπε ο φίλος του ο Ποιητής, και ο Ζωγράφος τα πήρε για λίγες μέρες, τόσες όσες ακριβώς χρειάστηκαν ώστε να αποφασίσει να τα κόψει μαχαίρι και να βάλει μπρος την αυτοπειθαρχία του. Δυσκολεύτηκε, είναι η αλήθεια, να ξαναβρεί την οδό των ονείρων του. Πέρασε χρόνος και βάλε με σκαμπανεβάσματα "κοιμάμαι-δεν-κοιμάμαι" και ύπνους ξύπνους απανωτά. Οταν επιτέλους τα κατάφερε να σταθεροποιήσει το ωράριό του, επισκέφτηκε το γιατρό και τον ευχαρίστησε. Η θεραπεία ήταν επιτυχής, είχε ξαναβρεί τον έλεγχο του ύπνου, έστω και από την ανάποδη, ακολουθώντας αντίθετο δρόμο. «Είσαι πνεύμα αντιλογίας» του έλεγε η Μάνα όταν ήταν μικρός, αλλά αυτό δεν το είχε λάβει υπόψη ο γιατρός -ή μήπως το είχε λάβει;


Πέμπτη, Ιουλίου 24, 2008

070. Οταν πρωτοψήφισε το Ψάρι

Ο ψαροδάσκαλος της Δ' Δημοτικού Ιχθυοπαίδων είχε τη φαεινή ιδέα να δείξει στα ψαρόπαιδα τι εστί Ψήφος. Το Ψάρι βρέθηκε μικρό μικρό να ετοιμάζεται να ψηφίσει και, επειδή δεν ήθελε να μείνει αψήφιστο, έπιασε έναν έναν τους ψαροσυμμαθητές του στο διάλλειμμα και υποσχέθηκε στον καθένα ξεχωριστά ότι θα τον ψηφίσει αν το ψηφίσει και εκείνος. Το αίτημα που διατυπώθηκε από το μικρό Ψάρι στη συνομιλία με καθένα ψαροσυμμαθητή ήταν περίπου αυτό: «Ψήφισέ με, να σε ψηφίσω». Οι ψαροσυμμαθητές δεν συμπαθούσαν όλοι το Ψάρι, αλλά, προκειμένου να ψηφιστούν από κάποιον, έριξαν όλοι μονοκούκκι την πολύτιμη ψήφο τους, ένα χαρτάκι που έγραφε «ΨΑΡΙ». Ο ψαροδάσκαλος είχε πει στα ψαρόπαιδα ότι, αν δεν θέλουν να ψηφίσουν κανένα ψαροσυμμαθητή τους, μπορούν να ρίξουν λευκό χαρτάκι στο κουτί από καβούκι κάβουρα που χρησιμοποιήθηκε για κάλπη. Οταν τέλειωσε η ψηφοφορία, γύρισε ανάποδα το καβούκι ο ψαροδάσκαλος κι έπεσαν ένα σωρό χαρτάκια. Κάθησε στην έδρα, άρχισε να διαβάζει ένα ένα τα χαρτάκια και τα αποτελέσματα τα έγραφε ένα ψαρόπαιδο στον πίνακα. Ο ψαροδάσκαλος έτριβε τα στρογγυλά του ματάκια με έκπληξη, όταν είδε πως όλα τα χαρτάκια έγραφαν φαρδιά πλατιά ΨΑΡΙ. Υπήρχε και ένα χαρτάκι σκέτο, χωρίς όνομα, μια λευκή ψήφος δηλαδή. Με αυτή την ευκαιρία, ο ψαροδάσκαλος έκανε μια διάλεξη στους ψαρομαθητές περί σκοπιμότητας της ψήφου. Ολοι ανεξαιρέτως οι ψαρομαθητές μετάνοιωσαν για την ψήφο που έριξαν, επειδή δεν ήταν μια ψήφος σύμφωνη με τη συνείδησή τους, αλλά μια ψήφος που έριξαν ο καθένας τους με ιδιοτελή σκοπό. Ταυτόχρονα με το μετάνοιωμα για την ψήφο, ήρθε και η αντιπάθειά τους για το καημένο το μικρό Ψάρι. Νόμιζαν πως είχε κάνει σκόπιμα την ενέργεια της ανταλλαγής ψήφων, πράγμα όχι αληθινό επειδή αρκούσε μια μικρούτσικη και απλή σκέψη: «μπορεί ένας να ρίξει παραπάνω από μια ψήφους; πόσες ψήφους μπορεί να ρίξει το Ψάρι;» Το Ψάρι εξήγησε προσεκτικά ότι δεν είχε πρόθεση να εξαπατήσει τους ψαροσυμμαθητές του, άλλωστε και αυτό ήταν ένα μικρό ψαράκι σαν όλα τα άλλα και ότι η λευκή ψήφος ήταν δική του, επειδή ακριβώς δεν ήξερε ποιο ψαροσυμμαθητή του να ψηφίσει -τους συμπαθούσε όλους. Κανείς δεν το κατάλαβε, ούτε ο δάσκαλος, από το μυαλό του οποίου δεν είχε περάσει καν ένα τέτοιο ενδεχόμενο ώστε να το προβλέψει και να το αποτρέψει. Τότε ακριβώς ήταν που το Ψάρι αποφάσισε να μην ασχοληθεί ποτέ με την πολιτική και να ψηφίζει κατά συνείδηση.

Σάββατο, Ιουλίου 19, 2008

069.το βάρος

Ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει γιατί είχε αποφασίσει να αναλάβει να σηκώσει αυτό το βάρος. Ισως επειδή ήταν μια πρόκληση για τους στιβαρούς ώμους του, ίσως επειδή φαινόταν ελαφρύ τότε που το αποφάσισε, ίσως επειδή νόμιζε ότι δεν θα κρατούσε για πολύ. Δεν γνώριζε τότε αυτό που γνωρίζει σήμερα, ότι δηλαδή το βάρος μεγαλώνει όσο το σηκώνεις, όλο και βαρύτερο γίνεται, ακόμα και αν διατηρεί το ίδιο βάρος πάνω στη ζυγαριά. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι ζυγαριά. Τόσο απλό ήταν λοιπόν; Ενας γιατρός της δικής του εμπειρίας θα έπρεπε ήδη να το γνωρίζει, ίσως όμως αυτή να είναι γι αυτόν μια εμπειρία ακόμα: ο έλεγχος ενός βάρους που κάθεται σε ανθρώπινους ώμους και όχι πάνω σε μια ζυγαριά.

Παρασκευή, Ιουλίου 18, 2008

068. η απόσταση

«Να μεγαλώσω την απόσταση, να μεγαλώσω την απόσταση, να μεγαλώσω την απόσταση» σκεφτόταν ο ωραίος Μεργκαέλ, αλλά δεν έκανε ούτε βήμα προς την αντίθετη κατεύθυνση, ούτε καν στεκόταν ακίνητος. Προχωρούσε με μικρά βηματάκια προς το στόχο που απομακρυνόταν, προς τα εκεί ακριβώς από όπου ήθελε να μεγαλώσει την απόσταση. Ευτυχώς, ο στόχος απομακρυνόταν με μεγάλες δρασκελιές. Ετσι, μια και ο Μεργκαέλ έκανε μικρούτσικα βηματάκια, η απόσταση μεγάλωνε από μόνη της.

Τετάρτη, Ιουλίου 16, 2008

067. πάρτο αλλιώς

Ολο έλεγε από μέσα του «πάρτο αλλιώς, πάρτο αλλιώς» αλλά ο εαυτός του δεν άκουγε και δεν το έπαιρνε αλλιώς, δεν ήξερε να το πάρει αλλιώς, ούτε και ήθελε να μάθει να το παίρνει αλλιώς, έτσι στουκάρησε στη γωνία επειδή πάλι το είχε πάρει στραβά και όσο και να προσπαθούσε να το ισιώσει δεν θα ίσιωνε ποτέ -το ήξερε καλά αυτό- αν δεν αποφάσιζε επιτέλους να το πάρει αλλιώς.

Κυριακή, Ιουλίου 13, 2008

066. ορθοποδικόν τεστ

Ο Ποιητής έπρεπε να ορθοποδήσει επιτέλους. Ετσι, αποφάσισε να επισκεφτεί έναν ειδικό, να κάνει ένα ορθοποδικό τεστ.
Ο ειδικός ορθοποδικός επιστήμων απεφάνθη ότι έφταιγαν τα πόδια του, που πατούσαν ανελέητα τα χαμομήλια.
Επρεπε να επανορθώσει για τα μίλια χωραφιών, ολόκληρα και τετραγωνικά, που είχε πατήσει. Τα ράφια χωράφια ήταν τίγκα στο χαμαίμηλον. Εβγαλε το βραστήρα από την πρίζα και ορκίστηκε ότι θα αποφεύγει στο εξής τα αφεψήματα. Αντί αυτών, η ανθοκομία έγινε το χόμπι του. Εκανε μεταμόσχευση πορτοκαλιές νεραγκούλες στα πόδια και περπατούσε στο εξής τα μίλια του μαλακά.

Τετάρτη, Ιουλίου 09, 2008

065. πώς τρέφεται το μυαλό

«Το μυαλό μοιάζει με όστρακο. Οταν θέλεις να ταΐσεις ένα όστρακο, μη το κάνεις με το ζόρι. Οσο προσπαθείς να το ανοίξεις, τόσο εκείνο σφίγγεται. Θα νομίζει πως δεν θέλεις να το ταΐσεις, αλλά να το φας! Αμα το παραζορίσεις, μπορεί και να σπάσει -το ίδιο ή το μαχαίρι. Αν όμως περιμένεις υπομονετικά, κάποτε θα ανοίξει μόνο του και θα αναζητήσει τροφή. Τότε είναι η στιγμή. Ετσι και το μυαλό. Να δώσεις τροφή μόλις ζητήσει. Οχι πριν και με το ζόρι. Μόλις ζητήσει. Ετσι τρέφεται το μυαλό. Πρόσεξε λοιπόν τι θα κάνεις.» Αυτά είπε το Ψάρι που γνώριζε απο όστρακα.

Σάββατο, Ιουλίου 05, 2008

064. το ανοιχτήρι της μπίρας

Η Βέρα Καλτάκα ξεκόλλησε το ανοιχτήρι από τον πίνακα που της είχε χαρίσει ο Ζωγράφος και, πάνω που ετοιμαζόταν να ανοίξει μια μπιρίτσα, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας, έτσι άνοιξε την πόρτα αντί για τη μπίρα και βρέθηκε μπροστά στη φίλη της τη Λία και σε ένα κρεμανταλά με ξελιγωμένο βλέμμα. Δεν ήθελε άλλες γνωριμίες στη ζωή της και τους πέταξε και τους δυο έξω με εύσχημο τρόπο, δήθεν πως έπρεπε να αναχωρήσει σε λίγο για ταξίδι. Οι νέες γνωριμίες την κούραζαν, όχι επειδή είχε χάσει το ενδιαφέρον της για τους ανθρώπους, αλλά επειδή δεν ήθελε πια να μιλά. Εμενε σιωπηλή μέρες ολόκληρες, χωρίς να λέει λέξη. Ακόμα κι ο αναστεναγμός της ήταν πλέον βουβός: έβγαινε από τα σφιγμένα χείλη της σαν θολό μουγκρητό.
Ο Ζωγράφος κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο μαζί με τον Ποιητή, έτσι βρήκε ευκαιρία το Ψάρι να πετάξει όλα τα χρώματα της φαντασίας τους στο βυθό, θέλοντας να εκδικηθεί τα χρωματιστά όνειρά τους.
Ολα αυτά συνέβησαν αληθινά, εκτός από το θέμα της μπίρας. Η Βέρα Καλτάκα ανέκαθεν τη σιχαινόταν και δεν την έβαζε στο στόμα της, άρα δεν ξεκόλλησε ποτέ το ανοιχτήρι από τον πίνακα.

Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2008

063. η μπάλα και το βλέμμα

Ακολουθούσε τη μπάλα για μιάμιση ώρα να τρέχει στο χόρτο. Με τα πόδια. Ετρεχε πίσω της, προσπαθούσε να την προλάβει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Επειδή κάτι κοντοπόδαροι διαόλοι με κόκκινα δεν την αφήναν να τους ξεφύγει. Ελισσόντουσαν όλοι μαζί σαν ένα φίδι και την κρατούσαν. Μια φορά μάλιστα κατάφεραν να τη στείλουν στο τέρμα της ομάδας του. Εκείνος προσπαθούσε. Με όλη του τη δύναμη προσπαθούσε να την αρπάξει με τα πόδια του από τα πόδια τους, αλλά εκείνη η διεστραμμένη προτιμούσε να μένει δέσμια του πάθους της με τους μπάσταρδους. Εκείνος ήταν όμορφος, ήταν και φαβορί, ήταν και ψηλός και δυνατός. Ο έρωτας όμως βλέπεις έχει δικές του προδιαγραφές και ποια δύναμη μπορεί να τα βάλει μαζί του; Η μπάλα λοιπόν ξέφευγε και έτρεχε μακριά του, λες και τον φλερτάριζε με αυτό τον απαίσιο τρόπο. Σίγουρα, τον προτιμούσε, αλλά ήθελε να τον κουράσει, να τον εξαντλήσει, να τον φτάσει στα όριά του. Ισως για να είναι ο έρωτας ισχυρότερος μετά. Το δυστύχημα είναι πως το τρεχαλητό διαρκεί μόνο μιάμιση ώρα και αυτό μάλλον η μπάλα το αγνοούσε. Οπωσδήποτε τον προτιμούσε, οπωσδήποτε ήθελε να γίνει δική του, να του ανήκει μέχρι την αιωνιότητα, οπωσδήποτε τον γουστάριζε περισσότερο, μόνο που δεν γνώριζε πως υπήρχε όριο στον αγώνα. Ετσι, έμεινε μετά το σφύριγμα της λήξης στα πόδια των νικητών, αυτών των καλλικάντζαρων με τα κόκκινα. Εκείνοι κέρδισαν το κύπελλο κι αυτός έμεινε μόνος και σκεφτικός με την απορία τί να έφταιξε τάχα. Ισως το ότι την κυνηγούσε με τα πόδια και όχι με το βλέμμα. Ισως αυτό ακριβώς να φταίει, το ότι της έδειξε τη δύναμή του, αλλά όχι την ψυχή του. Τώρα που δείχνει με το βλέμμα πόσο την ήθελε, τώρα είναι πια αργά. Είναι αργά και ποιος ξέρει αν θα έχει άλλη ευκαιρία στο μέλλον να την κερδίσει.
-->> αν δοκιμάσουμε να βάλουμε στη θέση της μπάλας την ανθρωπότητα και στη θέση του άτυχου ποδοσφαιριστή ένα θεό, μπορεί να λάβουμε απαντήσεις σε αιώνια ερωτήματα...

Σάββατο, Μαΐου 24, 2008

062. Το χαρτάκι

Η Βέρα Καλτάκα ξύπνησε με μια αίσθηση ανακούφισης, σημάδι πως είχε δει ένα ωραίο όνειρο, το οποίο όμως δυστυχώς δεν θυμόταν. Προσπάθησε να θυμηθεί τι ήταν αυτό, ποια σημεία του ονείρου της είχαν φέρει την αίσθηση ευεξίας δηλαδή, αλλά και πάλι, τα σημεία αυτά δεν της φάνηκαν επαρκή. Πρώτα πρώτα, θυμήθηκε ότι βρισκόταν με τον αγαπημένο της Μεργκαέλ κάπου, σαν σε βραδινή έξοδο, αλλά μαζί τους βρισκόντουσαν κι άλλες τρεις γυναίκες και θυμάτα καλά ότι την ώρα του αποχαιρετισμού του είπε -μισογελαστά, μισοθυμωμένα, μισοκάνοντας πλάκα- «Ωραία περάσαμε καλέ μου, αλλά εσείς θα πρέπει να περάσατε υπέροχα με το προσωπικό σας χαρέμι. Τεσσερις γυναίκες ίσον χαρέμι, έτσι δεν είναι;» κι εκεινος ψιλογέλασε, αλλά πριν την αποχαιρετίσει τελευταία της έτεινε ένα μικρό τσαλακωμένο χαρτάκι. Το χαρτάκι ήταν κιτρινισμένο από την πολυκαιρία -γύρευε πόσα χρόνια λούφαζε στην τσέπη του- και, όπως το έπιασε στα δάχτυλά της, ένοιωσε κάτι τριψουλίδια σαν μούχλα και σαν σκόνη και σκέφτηκε, πριν διαβάσει τι γράφει, «τι καλά που φάγαμε πρώτα, πόσο βρώμισαν τα χέρια μου με αυτό το παλιόχαρτο, πρέπει γρήγορα να βρω κάπου να πλυθώ». Σουρούπωνε κιόλας, αλλά μπόρεσε να διαβάσει τι ήταν γραμμένο στο χαρτάκι, πράγμα που έσπασε το μυαλό της να θυμηθεί και ξυπνητή, το ένοιωθε καλά ότι οι τέσσερις γραμμένες με μολύβι λέξεις αποτελούσαν ένα “κλειδί” για να καταλάβει -τι άραγε να καταλάβει;- αλλά δεν θυμόταν τίποτε άλλο εκτός από την υφή του χαρτιού. Προχωρώντας προς το λουτρό για να κάνει την πρωινή της τουαλέττα, σκέφτηκε τέσσερις λεξούλες που θα της άρεσε να ήταν γραμμένες στο χαρτί του ονείρου της και αυτές ήταν “ούτε ένοχος ούτε θύμα”, μια κωδικοποίηση της ζωής της ως τα σήμερα, αυτό ακριβώς για το οποίο πάλευε μια ζωή, και της έκανε εντύπωση πώς ήταν δυνατόν να είχε και ο ωραίος Μεργκαέλ την ίδια με κείνην στάση πάλης. Μπα, κάτι άλλο θα έγραφε στο χαρτάκι του, σε επόμενο όνειρο να θυμηθεί να τον ρωτήσει.

Η συνέχεια του ονείρου διαδραματίστηκε στο άγαλμα του Βύρωνα και ήταν νύχτα. Βρέθηκε πάλι μαζί με τον άντρα των ονείρων της, τον ωραίο Μεργκαέλ Ωγκαίο, αλλά δεν ήταν ψηλός και λεπτός αυτή τη φορά. Είχε κοντύνει και βρισκόταν στο ύψος της. Λίγο πριν αποχαιρετιστούν και ορίσουν το επόμενο ραντεβού -στο όνειρο πάντα- εκείνη την ώρα ακριβώς, της ήρθε επιθυμία να κατουρήσει και, μια και η κίνηση στη λεωφόρο Αμαλίας ήταν μηδαμινή, αποφάσισε να τα κατεβάσει και να ουρήσει δίπλα στο άγαλμα όπου η Δόξα στεφανώνει το Βύρωνα. Τα ούρα ξεχύθηκαν ποτάμι, δεν ήταν δυνατό να κρυφτεί η πράξη που τόσο την ανακούφισε. Ο Μεργκαέλ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του να εξαφανίσει τα κατρουλιά, πήρε μια μεγάλη λεκάνη, τη γέμιζε νερό από ένα μεγάλο σωλήνα σαν εκείνον που βλέπουμε σε παλιές ταινίες να βρίσκεται στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, από όπου έτρεχε άφθονο νερό -στα όνειρα όλα συμβαίνουν- και το έριχνε πάνω στο κίτρινο υγρό που πλημμύριζε το πλατύ πεζοδρόμιο, αλλά τίποτα δεν γινόταν.

Η Βέρα Καλτάκα ένοιωσε ότι είχε πικράνει τον αγαπημένο της, ότι εκείνος ντρεπόταν για λογαριασμό της. Τότε ακριβώς πρόσεξε το μπόι του, που είχε κοντύνει και προχώρησε στην επόμενη ονειρική φάση. Προχώρησε κυριολεκτικά, γιατί πέρασε απέναντι αφήνοντας τον ωραίο Μεργκαέλ να μάχεται τα κατρουλιά και είδε παρκαρισμένη μια ωραία σεβρολέτ του 1955, χρώματος γκρι σουρί -σα να λέμε “ποντικί”. Το μοντέλο αυτό μάγευε ανέκαθεν τη Βέρα Καλτάκα, αντίθετα το μοντέλο του 1959 με εκείνα τα φτερά πεταλούδας στα οπίσθιά του την εξόργιζε. Σκεφτόταν ποιος νοσηρός εγκέφαλος είχε συλλάβει και κάνει πράξη το αποτέλεσμα της φαντασίας του, όταν εκείνη τη στιγμή ακριβώς πέρασε δίπλα της μια σεβρολέτ του 1959, κόκκινη, αλλά με τα φτερά του καπώ της συμμαζεμένα, δεμένα με γυαλιστερά χρώμια στο υπόλοιπο αμαξωμα, σαν ευνουχισμένη. Θύμιζε μοντελάκι τύπου φίατ, μια σεβρολέτ αποδυναμωμένη εντελώς, και τη λυπήθηκε.

Στο νου της ήρθε πάλι το χαρτάκι και η αίσθηση της πολυκαιρίας κόλλαγε νοερά στα δάχτυλά της, η αίσθηση σκόνης ανακατεμένης με ένα σωρό μικρόβια. «Ουτε ένοχος ούτε θύμα», αυτό θα πρέπει να έγραφε το χαρτάκι, αυτό της ταίριαζε και τέλος. Κι αν δεν το έγραφε, αν οι λεξεις αυτές ήταν κατασκεύασμα αποκλειστικά δικό της, δεν είχε καμιά σημασία. Στο κάτω κάτω, ο Μεργκαέλ δεν ήταν μάγος να μαντέψει τι θα ήθελε εκείνη να γράφει το χαρτάκι του, το φυλαγμένο τόσα χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι το χαρτάκι είχε γραφτεί πολύ πριν τη γνωριμία τους.

Παρασκευή, Μαΐου 16, 2008

061. Ρεπορτάζ Χωρίς Τσίνορα

Χαμήλωσε το βλέμμα. Δεν άντεχε το δικό του καρφωμένο πάνω στα βυζιά της. Ηθελε να τα βλέπει και αυτή. Να εστιάζουν στο ίδιο σημείο τα βλέμματά τους. Πόση ώρα όμως μπορεί να προσηλωθεί ένα βλέμμα στο ίδιο σημείο; Να ήταν κάνα ηλιοβασίλεμα, πάει στο καλό! Αλλά στα βυζιά της; Τα είχε δει εκατοντάδες φορές, προ και μετά σιλικόνης. Τα έβλεπε από την εφηβική της ηλικία, από τότε που είχαν αρχίσει δειλά δειλά να φουσκώνουν. Δεν άντεχε να εξακολουθεί να τα βλέπει τόση ώρα συνέχεια, έστω κι αν εκείνος δεν κουραζόταν να τα κοιτάζει. «Ουφ!» έκανε με χάρη, «δεν κοιτάμε και κάτι άλλο; Ολο τα βυζάκια μου θα βλέπεις;» Τότε, εκείνος σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε ίσια στα μάτια, καρφωτά. Τότε ακριβώς, εκείνη πρόσεξε ότι τα μάτια του δεν είχαν τσίνορα. Ηταν η πρώτη φορά που κοιταζόντουσαν στα μάτια, γι αυτό. «Ναι, καλό μου, ας κάνουμε κάτι άλλο. Τι θά 'λεγες για ένα ρεπορτάζ; Να σε βοηθήσω με το θέμα;»«Ω, γλυκειέ μου, με βοήθησες κιόλας!» απάντησε λιγωμένα, φιθυρίζοντας σιγανά «Θα κάνω ένα ρεπορτάζ χωρίς τσίνορα...» Ευτυχώς, ο Ποιητής ήταν ολίγον τι κουφός.

Πέμπτη, Μαΐου 01, 2008

060. The perfect kiss

Αυτό θα ήταν το τελειότερο φιλί, αν συνέβαινε μερικά χρόνια αργότερα. Τότε που συνέβη, απλώς ήταν κάτι τι το αηδιαστικό. Η μικρή έβγαλε τη γλωσσίτσα της από αγανάκτηση που βρισκόταν τόση ώρα στημένη για τη φωτογράφιση και ο μικρούλης, αμέσως μετά, έκανε εμμετό. Ο Ποιητής βρισκόταν εκεί κοντά, αλλά δεν συνέλαβε την αλήθεια. Είναι γνωστό ότι οι ποιητές ζουν στον κόσμο τους.

Τρίτη, Μαρτίου 25, 2008

059. Καβάλα στο φαβορί

Ηταν γεννημένη φαβορί, την υποστήριζε κι ο αναβάτης της. Οταν πετάχτηκε μπροστά της το αουτσάιντερ σαν τον άνεμο, έχασε το βηματισμό της, πεδικλώθηκε, τρίκλισε και βρέθηκε πεσμένη ανάσκελα, αυτή, η δυνατή φοράδα, στο στίβο του ιπποδρομίου. Τα τέσσερα πόδια με τις χοντρές οπλές να σειούνται στον αερα -η τέλεια ξεφτίλα!- κι ο αναβάτης απών. Τον τερματισμό τον είδε ο ναυτικός με τα κυάλια, ο Ποιητής έχασε το στοίχημα και το Ψάρι χασκογελούσε.

Κυριακή, Μαρτίου 23, 2008

058. τα φλουδια του μηλου και ο ναυτικος

Ο ναυτικος εφυγε ξανα πριν οχτω χρονια, αλλα αυτη τη φορα η επιστροφη του ηταν αμφιβολη, οχι επειδη δεν ηθελε να γυρισει στα πατρια εδαφη, αλλα επειδη το εδαφος επεσε βαρυ επανω του, τον σκεπασε, τον καταπιε σα να λεμε. Πριν ξεκινησει καθαρισε ενα μηλο και το μηλο αλλαξε χρωμα. Αυτο ισως ηταν ενα σημαδι, στο οποιο κανεις δεν εδωσε σημασια. Εφαγε το μηλο, χαιρετισε τα παιδια του μπαρ και ανεχωρησε. Μονο εμενα δεν χαιρετισε, επειδη ημουν συναχωμενη και φοβομουν μη τον κολλησω κι εχει προβληματα στο ταξιδι. Οταν πλεον εγινε γνωστο οτι δεν θα επιστρεψει, πηρα τα φλουδια του μηλου και τα κορνιζαρισα. Ειχα αναγκη να τον θυμαμαι κοιταζοντας μερικα αλλαξοχρωματισμενα φλουδια μηλου; Μπα, απο συνηθεια το επραξα. Ισως να ηταν σοφοτερο να κορνιζαρω λιγο θαλασσινο νερο, αλλα δεν το σκεφτηκα -τοτε. Αν ειχε επιστρεψει, σημερα θα συμπληρωνε τα πενηταοχτω, θα γιορταζε γενεθλια.

Δευτέρα, Μαρτίου 10, 2008

057. Καθαρη Δευτερα (λατρα, λαντζα και φιλίες)

Αυτη την Καθαρη Δευτερα, η Βερα Καλτακα ξυπνησε ορεξατη, με προθεση να βαλει ταξη στο σπιτι της, να το καθαρισει επιτελους. Στις γωνιες ειχαν μαζευτει ενα σωρο μπαμπακουλια σκονης, μπαλες απο τριχες, οι αραχνες κρεμοντουσαν σαν κουρτινες ξεσκισμενες απο τα ταβανια των δωματιων. Εκεινη τη μερα ειχαν διαλεξει μερικες φιλες να την επισκεφτουν και η Βερα δεν αρνηθηκε, μαλιστα σκεφτηκε ιδιοτελως να τους ζητησει να τη βοηθησουν στο καθαρισμα επειδη, ταχα μου δηθεν, ειχε μια σοβαρη συζητηση με τον εκδοτη της. Πραγματι, ειχε μια συζητηση, αλλα δεν ηταν και τοσο σοβαρη, ουτε ηταν εκδοτης ο συνομιλητης: ενας ταλαιπωρος σαν κι αυτην ηταν, ενας ποιητης με το "π" πεζο. Οι φιλες ηρθαν και ανελαβαν δραση. Η Κικη Μιραμπιτα ανελαβε να στρωσει τα κρεββατια και τα εστρωσε τελεια, χρησιμοποιωντας τα καινουργια κλινοσκεπασματα -λαμπερα σεντονια σατεν και παχουλες κουβερτες, δωρα που ειχε στειλει η κορη της Βερας απο τα ξενα. Η Κικη παρελειψε βεβαιως να καθαρισει προηγουμενως το δωματιο και οι σβωλοι σκονης αναπαυοντουσαν πανω στα επιπλα, στους τοιχους και στο πατωμα, μαζι με τριχομπαλες και ιστους αραχνης. Η Νιτσα Μεταλλιδου και η Βασω Χριστοδουλου ανελαβαν τα δυο λουτρα, τα οποια ηταν οι μονοι καθαροι χωροι, που δεν χρειαζοντουσαν καμμια παρεμβαση μια και ηταν προσφατως ανακαινισμενοι με νεα ειδη υγιεινης και διακοσμημενοι με οπαλιο συνδυασμενο με μικρουτσικα κεραμεικα πλακιδια -ολα του απολυτου γουστου της Βερας. Οι δυο φιλες, τα καταφεραν να φερουν την πληρη καταστροφη στα λουτρα. Κατεστρεψαν τα υδραυλικα σπαζοντας σωληνες και ειδη υγιεινης, ξεκολλησαν μαλιστα τις λεκανες του καμπινε απο τη θεση τους, σπαζοντας πλακακια, καζανακια, νιπτηρες. Κατοπιν, ειπαν στη Βερα οτι εχουν ενα φιλο υδραυλικο και μπορουν να της τον συστησουν να διορθωσει τις ζημιες, οποτε η Βερα αποφασισε να μη ξανακανει φιλιες με ιδιοτελεις ανθρωπους, λησμονωντας ηθελημενα την προθεση η οποια την οδηγησε στην θετικη υποδοχη των φιλεναδων της. Αλλωστε, τα καταφερνε αρκετα καλα με τα υδραυλικα ωστε να διορθωσει τις επειγουσε ζημιες, οπως π.χ. να σταματησει τη διαρροη των σωληνωσεων. Γνωριζε επισης αρκετους υδραυλικους για να επισκευασουν τις σημαντικες φθορες και να επαναφερουν τα λουτρα της στην προηγουμενη κατασταση.

Η συζητηση παντως με τον ποιητη δεν πηγε εντελως στραφι. Κλειστηκε μια συνεργασια -ο ποιητης εκανε και μικροεκδοσεις- και η Βερα Καλτακα πηγε την επομενη μερα στο εργαστηριο του τα μικρα της κειμενα και την εικονογραφηση να τα εκδοσει, με ανταλλαγμα την πρωινη παρουσια της στο μικρο του μαγαζακι. Ενθουσιασμενη μετα την αποδοχη των κειμενων της απο τον ποιητη κατηφοριζε χορευοντας την οδο Αριστοδημου και, εκει ακριβως που διασταυρωνεται με την Δεινοκρατους, εριξε ενα τρελο πηδο -τιναχτηκε ψηλα σαν να ηταν κοριτσακι. Κατεβαινοντας προς το εδαφος σαν ελικοπτερο που προσγειωνεται, βρεθηκε μπροστα σε κατι που την εμποδιζε να συνεχισει τη χαρουμενη πορεια της: ενα λιονταρι αληθινο, ορθωμενο, της εφραζε το δρομο ακουμπωντας το κεφαλι του στο στηθος της και αρπαξε το δεξι της χερι με τα δοντια του! Το κρατουσε και επαιζε με αυτο, χωρις να το κοβει, απλως το δαγκωνε ελαφρα θελοντας να την τρομοκρατησει. Η Βερα δεν το τραβουσε το χερι της απο το στομα του λιονταριου, φοβουμενη μη γρατσουνιστει και, παραλληλα, φωναζε στο αφεντικο του να το μαζεψει, πραγμα που εγινε σχετικα συντομα. Τοτε, η Βερα ετρεξε δρομαιως να απομακρυνθει απο το σημειο της διασταυρωσης με το λιονταρι, ακολουθωντας την οδο Δεινοκρατους αυτη τη φορα, οχι τοσο επειδη φοβηθηκε πραγματικα αλλα για να δωσει αυτη την εντυπωση κυριως στον αφεντη του λιονταριου. Η συμπεριφορα της Βερας παραμενει ανεξηγητη, εκτος αν σε αυτην ειχε συμβαλλει το γεγονος οτι βιαζοταν να φτασει εγκαιρως στο επισημο γευμα το οποιο παρεθετε προς χαρη της η νονα της. Ειχε και παγωτο σοκολατα και δεν επρεπε να το χασει. Η Βερα πηγε πραγματι στο γευμα, αλλα το παγωτο σερβιριζοταν λιωμενο, σε ποτηρια, δεδομενης της απεργιας της ΔΕΗ, κατι που της ειχε διαφυγει εντελως -εχει αναφερθει ηδη οτι η Βερα Καλτακα ειναι μια γυναικα πυροβολημενη.

Δευτέρα, Μαρτίου 03, 2008

056. Το χαπι

Ο ωραιος Μεργκαέλ Ωγκαίο εγινε πατερας επειδη η γυναικα με τα ωραια μπουτια ειχε ξεχασει να παρει το χαπι της την επιμαχη νυχτα. Μπορει να το ξεχασε επειδη ηθελε να αποκτησει παιδι μαζι του, αλλα μπορει να το ξεχασε στ' αληθεια, παντως το μωρο γεννηθηκε και ηταν ολοφτυστο ο Μεργκαέλ, οποτε του ηταν αδυνατο να αρνηθει την πατροτητα. Η γυναικα με τα ωραια μπουτια εγινε λοιπον μητερα και δεν γνωριζουμε ακομα αν πραγματικα το επιθυμουσε αυτο το επαγγελμα. Αντιθετως, ο ωραιος Μεργκαέλ Ωγκαίο συντομα ενστερνιστηκε βαθια και με πιστη το ρολο του και ανελαβε εως και το θηλασμο του βρεφους.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2008

055. η ζουγκλα του Ποιητη

Ο γιατρος ανοιξε το φακελλακι κι εβγαλε το ισοπεδωμενο σωμα του Ποιητη. Οι θαυμαστες του το ειχαν διπλωσει ευλαβικα στα τεσσερα για να χωρεσει στο μικρο φακελλο και να περισσεψει και λιγος χωρος ωστε, σκιζοντας το ο γιατρος, να μη τραυματιστει το λεπτο του δερμα. Οι ποιητες εχουν ευαισθητο δερμα, για τουτο κιδυνευουν συχνα απο ισοπεδωση. Ο γιατρος εβγαλε το διπλωμενο σωμα του Ποιητη, το ξεδιπλωσε προσεκτικα και παρατηρησε το κοκκινο παπιγιον που φορουσε. «Ισως να ερεθιζονται και οι ρινοκεροι με το κοκκινο χρωμα» σκεφτηκε και εστειλε τον Ποιητη ξανα στη ζουγκλα, κατοπιν θερμης παρακλησης του ιδιου. Ο Ποιητης δεν εχει θεση στον κοσμο του πολιτισμου -απεχθανεται το χρημα.

Der Jungle des Dichters 

Der Arzt öffnete den kleinen Umschlag und nahm den geglätteten Körper des Dichters heraus. Seine Bewunderer hatten ihn ergeben viermal gefaltet, damit er in den kleinen Umschlag passe und dass auch noch ein wenig Platz bliebe, damit ihm der Arzt beim Aufreissen nicht die dünne Haut verletze. Die Dichter haben sensible Haut, darum droht oft, dass sie platt gemacht werden. Der Arzt nahm den gefalteten Körper des Dichters, entfaltete ihn vorsichtig und bemerkte die rote Fliege, die er trug. „Vielleicht macht auch die Nashörner die rote Farbe aggressiv“, dachte er und schickte den Dichter wieder in den Jungle, nach der dringlichen Bitte desselbigen. Der Dichter hatte keinen Platz in der kultivierten Welt – er verachtete das Geld.
____________
μετάφραση στα γερμανικά από την Gerrit Monnartz

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2008

054. ποιητικες φουσκες

Το Ψαρι πετουσε ψηλα με τα φτερα του Ποιητη. Ειχε γλιτωσει απο τον ψαρα, ειχε αφησει το δολωμα στην παραλια. Ο Ποιητης πεινουσε, βρηκε το δολωμα, το εφαγε και μεταμορφωθηκε σε Ψαρι. Ολοι οι λουομενοι περιμεναν να μιλησει, να διαμαρτυρηθει, να συνδραμει τον κοσμο που τον θαυμαζε, να πιστοποιησει τον τιτλο που του απεδιδαν εδω και πολλα χρονια, τον τιτλο του Ποιητη οραματων. Ο Ποιητης ομως ειχε γινει Ψαρι και κανεις δεν το ηξερε. Η Ψαριλα εγινε αισθητη μολις ο Ποιητης εγραψε τον τελευταιο του στιχο: «Διαμαρτυρομαι σιωπηρως». Τοτε, μονο τοτε, το εμαθε και ο ιδιος και, κανοντας ενα μακροβουτι, εφτασε στα βαθια, κι εβγαλε βραγχια και μπουρμπουληθρες.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2008

053. η βαλβιδα σωτηριας

Μια μερα, ο γιατρος του Πονου μπηκε στο παραβαν και ψηφισε ΘΑΝΑΤΟ. Μετα, ειπε: «Ζηλευω το δακρυ σου. Αυτο το δακρυ που κυλα μαλακα μαλακα στο μαγουλο, εστω κι αν ειναι δακρυ γλυκερινης, μπορει και πλαστικο. Αυτο το δακρυ που κυλα απο το στιψιμο της δακρυδοχου κυστης, που ξεχειλιζει απο συγκινηση, μπορει κι απο μυρισμα κρεμμυδιων. Αυτο το δακρυ που λαμπιριζει σαν αστερακι κατω απο φωτα προβολεων, μπορει και στο φως του φεγγαριου. Αυτο το δακρυ που δεν μπορει να τρεξει με γοργους βηματισμους, το δακρυ που στεκεται μετεωρο και λεει «να τρεξω, να μη τρεξω» κι αφηνεται να κυλα. Αυτο το δακρυ, αν εμενε μονο του, χωρις το συνοδευτικο βλεμμα, αυτο το δακρυ δεν θα το ζηλευα. Καθολου.» Αυτα ειπε ο γιατρος του Πονου κι εκλεισε τη βαλβιδα σωτηριας.

Σάββατο, Ιανουαρίου 19, 2008

052. τα συννεφα

Προχτες ειχε κατι ωραια συννεφα στον ουρανο και ο ωραιος Μεργκαέλ Ωγκαίο ηθελε να τα φωτογραφισει αλλα το ξεχασε. Ετσι, πηγε για ψαρεμα και περιμενε να τσιμπησει το Ψαρι. Εκεινο ομως, ειχε βγει απο το νερο φορωντας την αντιαερικη του μασκα και πετουσε πλεον μεσα στα προχτεσινα συννεφα με τα δανεικα φτερα του Ποιητη.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2008

051. το ροζ τριανταφυλλο

«Θα σου χαρισω ενα ροζ τριανταφυλλο», της ελεγε, αλλα εκεινη δε δεχοταν με τιποτα την προσφορα του, «εχω δικες μου τριανταφυλλιες» του απαντουσε, συμπληρωνοντας «αλλωστε δεν μου αρεσει το ροζ χρωμα, θα 'πρεπε να το ξερεις», εκεινος τοτε χτυπιοταν που δεν μπορουσε να βρει τι αλλο να της χαρισει -ενα ροζ τριανταφυλλο πιστευε πως ηταν το ιδανικο δωρο για μια ευαισθητη γυναικα οπως η δικη του αγαπημενη ερωμενη- και ο καιρος περνουσε μεχρι που αποφασισε να παψει να δηλωνει "Ποιητης", εβαψε τα καγκελα της αυλης του ροζ, τα γεμισε αγκαθια και οταν ηρθε η καλη του της εδωσε μια σπρωξια και την κολλησε πανω τους.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...