Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006

024. το μήνυμα των Χριστουγέννων

Ολοι γράφουν για αυτό το μήνυμα, ας γράψω και 'γώ δυο γραμμούλες. Το μήνυμα λοιπόν είναι ότι Χριστούγεννα γιοκ. Για πολλούς ανθρώπους δλδ, γιοκ, δεν έχει, μας ετελείωσαν λέμε. Τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή που έχει καταργηθεί από τον εαυτό της. Με τα πολλά στολίδια που φορτώθηκε από τους παπάδες και τους λοιπούς εξουσιαστές, βάρυνε και -μπλούμ!- εκφορτώθηκε σε κάποια χωματερή πνευματικών ιδεωδών. Πάπαλα λοιπόν... Τι νέα; Κάνας νέος προφήτης στον ορίζοντα; Να προσέξτε να φοράει ράσα, μην αλλάξει το λουκ. Επειδή γεννήθηκες Χριστούλη μου, εμένα πρέπει να με γδέρνουν; Αυτό θα έπρεπε να λέγεται "το μήνυμα των χριστουγδέρνων" -αυτών που γδέρνουν τον κοσμάκη χριστουγεννιάτικα ντε!

023. άνθρωπος από οινόπνευμα

Μια φορά, ήταν ένας άνθρωπος με πλαστική συνείδηση. Οταν το ανακάλυψε αυτό, προσπάθησε να το διορθώσει αλλά δεν τα κατάφερνε. Ηταν πολύ δύσκολο να αλλάξει τις συνήθειές του. Ετσι, άρχισε να πίνει.

Στην αρχή, έπινε καμιά μπιρίτσα. Κατόπιν, έπινε κανα ουζάκι. Μετά, άρχισε να πίνει δυνατότερα ποτά: ουΐσκυ, τζιν, βότκα. Υστερα, όταν δεν τα σήκωνε αυτά η τσέπη του, το έριξε στο κρασί και στο τσίπουρο.



Το τσίπουρο και το κρασί όμως είναι ποτά που συνηθίζονται εύκολα και πίνονται σα νεράκι. Ετσι, ο άνθρωπος αυτός έγινε αλκοολικός χωρίς να το πάρει χαμπάρι. Επινε και τον έπινε δηλαδή.



Από το πολύ το πιώμα, η συνείδησή του άρχισε να λιώνει. Αρχισε να χύνεται από πάνω προς τα κάτω, σαν λουρίδες ομίχλης. Εκείνος δεν την έβλεπε, αλλά την ένιωθε. Ενιωθε δηλαδή κάτι να τον περιβάλλει σαν αερόσακος.



Μέσα στον πλαστικό σάκο της λιωμένης του συνείδησης, κάπου κάπου ταραζόταν και έμοιαζε με τον αέρα που φουσκώνει ένα μπαλόνι. Τελικά, έγινε πράγματι ένα μπαλόνι φουσκωμένο. Χωρίς χρώμα.

Στενοχωριόταν που ήταν άχρωμος και αποφάσισε να βάζει στο κρασί του μπογιά. Δεν ήξερα τι χρώμα να διαλέξει. Στην αρχή, έβαλε μπλε. Κατόπιν, έβαλε κόκκινο. Μετά, έσταξε και λίγο πράσινο. Υστερα, γέμισε το ποτήρι του μαύρο.


Το μαύρο σκέπασε όλα τα προηγούμενα χρώματα, είχε πέσει μεγάλη ποσότητα μαύρης μπογιάς κιόλας. Ο άνθρωπος ήταν πολύ ευχαριστημένος που είχε αποκτήσει ένα χρώμα, ώσπου συνάντησε ένα ζωγράφο.



Ο ζωγράφος του είπε ότι το μαύρο δεν είναι χρώμα αλλά απουσία χρώματος, οπότε ο άνθρωπος έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Μα τίποτα πια δεν έκανε σωστά στη ζωή του; αναρωτήθηκε και πήγε στην άκρη του μπαλκονιού.


Εκεί φύσαγε δυνατά και τον πήρε ο αέρας και τον σήκωσε ψηλά κι έβλεπε το χώμα κάτω και τα σπίτια και τους δρόμους και τα χωράφια και τα βουνά και όλα μα όλα τα έβλεπε πολύ μικρά, μικρούτσικα τα έβλεπε.

Επαψε να κοιτάζει προς τα κάτω γιατί ζαλιζόταν, τον έπιανε ίλιγγος. Ούτε προς τα πάνω ήθελε να κοιτάζει, ούτε τριγύρω, πονούσε ο λαιμός του να τον στρίβει. Ετσι, κοίταξε για πρώτη φορά μέσα του.



Τότε, όλο το οινόπνευμα που είχε πιει εξατμίστηκε. Τα χρώματα που τον μπέρδευαν έγιναν σκόνη. Η πλαστική του συνείδηση αποκολλήθηκε κι έπεσε με έναν ήχο μπαλονιού που ξεφουσκώνει: φφφφφσσσστττττ

Και, τότε ακριβώς, είδε τα φτερά που είχαν φυτρώσει στα πλευρά του. Τότε ακριβώς, άρχισε να πετά και να μη ζαλίζεται. Ηταν ένας πρώην άνθρωπος από οινόπνευμα, ένας άνθρωπος χωρίς πλαστική συνείδηση.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...