Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008

077. Εκεί που περπατούσαμε

Δεν υπάρχει τίποτα από τότε. Ολα τσιμέντο και άσφαλτος. Πάνε κι οι μυρωδιές της άνοιξης, έγιναν καυσαέρια. Ο ουρανός γέμισε πολυκατοικίες. Εκεί που περπατούσαμε δεν υπάρχει χώρος για πόδια ανθρώπου. Μόνο ρόδες κυκλοφορούν. Κινδυνεύεις να διαμελιστείς, αν επιμείνεις να περπατήσεις εκεί που ήταν παλιά μονοπάτια. Τα χωράφια ανέβηκαν στα ύψη. Κρίμα που δεν μπορώ να νιώσω το χέρι σου, κρίμα που δεν μπορώ να ξαναδώ το γαλάζιο βλέμμα σου, κρίμα που σκοτείνιασαν όλα. Αστρα δεν φαίνονται πια, χρώμα ουρανού ροζέ βρώμικο τις νύχτες. Ούτε η πανσέληνος δεν είναι ίδια. Τίποτα δεν υπάρχει. Αμμος σκέπασε τις μαύρες πλάκες, άμμος και τον πηλό στη μακρινή παραλία. Τα βραχάκια σκεπάστηκαν κι έγιναν δρόμος. Η θάλασσα πήγε μακριά και δεν μοσχοβολάει. Το κυματάκι δεν ακουμπάει στο φεγγάρι. Μένει μαύρο και σκοτεινό. Τίποτα δεν λάμπει. Ούτε το βλέμμα σου στην ψυχή μου. Αυτά έχω να σου πω πατέρα. Κοιμήσου ήσυχος, δεν θα χαθώ -ακόμα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...