Παρασκευή, Νοεμβρίου 26, 2010

115. περιμένοντας το μήνυμα


Ο μουσικός περιμένει. Πέρα δώθε βηματίζοντας, περιμένει. Ομίχλη στο σταθμό, οι ράγες του τρένου υγρές κι αυτός περιμένει. Περιμένει το μήνυμα που θα του φέρει το τρένο, αν έρθει. Η πιθανότητα να μην έρθει το τρένο, ούτε καν περνάει απο το νου του. Για πολλές ώρες, σκέφτεται μοναχά το μήνυμα. Το μήνυμα και το τρένο που θα το φέρει. Κάποια στιγμή κουράζεται, αρχίζουν τα πόδια να πονούν -τόσες ώρες ορθός και τόση υγρασία!- και ψάχνει κάπου να καθήσει, αλλά παγκάκι πουθενά, ο σταθμός κλειστός και ο σταθμάρχης απών. Ούτε ένα αυτόματο μηχάνημα, να βρει κάτι να πιεί. Κι αν θελήσει να φύγει με το τρένο που θα περάσει, αν τον καλεί κάπου το μήνυμα, δεν υπάρχει τρόπος να προμηθευτεί εισιτήριο. Ολα κλειστά κι αυτός να βηματίζει πέρα δώθε στην αποβάθρα, να περιμένει μέσα στην ομίχλη. Τι γκαντεμιά! Ούτε τα παπούτσια του δεν μπορεί να δει, τόσο πηχτή ομίχλη. Και τρένο δεν έρχεται. Κοντεύει να απελπιστεί εντελώς, μέχρι που ακούει ένα σφύριγμα. Το τρένο έρχεται.
«Επιτέλους!» μουρμουρίζει, προσπαθώντας να διακρίνει το σχήμα του συρμού να μαυρίζει στο βάθος. Το σφύριγμα δυναμώνει, όλο και δυναμώνει, σημάδι πως πλησιάζει το τρένο, το τρένο με το μήνυμα. Το σφύριγμα δυναμώνει τόσο πολύ, που αναγκάζεται να σφραγίσει τα αυτιά με τις παλάμες. Ενα σφύριγμα αλλόκοτο, τσιριχτό. Είναι άραγε τρένο αυτό που σφυρίζει έτσι, σαν να σκίζει τον αέρα; Σφίγγεται στο παλτό του, σηκώνει και το γιακά, βουλώνει καλύτερα τα αυτιά, να μην ακούει αυτό το σκίσιμο. Περιμένει να σταματήσει το τρένο ή, τουλάχιστον, να του πετάξει κάποιος το μήνυμα από ένα παράθυρο. Προσέχει καλά, όσο μπορούν να δουν τα μάτια μέσα από την ασπρίλα της πηχτής ομίχλης. Ο όγκος του συρμού φτάνει στο σταθμό, μαχαιρώνει ξανά και ξανά το ομιχλώδες πέπλο, το κόβει σε χίλια κομμάτια κι αυτός μένει να κοιτάζει -όσο μπορεί να δει- να κοιτάζει το μαύρο θηρίο που σφυράει σαν παλαβό.
Σφυρίζοντας και χωρίς να κόψει ταχύτητα πέρασε το τρένο. Χωρίς να σταματήσει πέρασε σφυρίζοντας, ο ήχος απλώθηκε, χαμήλωσε και χάθηκε μαζί με το τρένο που θα έφερνε το μήνυμα. Τόσες ώρες να περιμένει αδίκως; Θα έρθει πάλι αύριο στο σταθμό, γιατί είναι σίγουρος πως μήνυμα υπάρχει. Εκτός αν το μήνυμα ήταν αυτό το σφύριγμα, αν ήταν ο ήχος που τον ξεκούφαινε και σφράγιζε τα αυτιά να μην ακούει. Τέτοια σκέψη όμως, δεν περνάει απο το νου του, γιατί περιμένει το μήνυμα που θέλει να περιμένει και δεν είναι έτοιμος να δεχτεί οποιοδήποτε μήνυμα. Δεν είναι έτοιμος να πιστέψει πως μήνυμα μπορεί και να μην έρθει, να μην υπάρχει καν. Θα ξανάρθει λοιπόν να περιμένει, δίχως να καταλαβαίνει πως ίσως το μήνυμα μπορεί να είναι ακριβώς αυτό: η αναμονή.

μετάφραση στα γερμανικά από την Gerrit Monnartz:

Warten auf die Nachricht 

Der Musiker wartet. Hin- und hergehend, wartet er. Nebel am Bahnhof, die Schienen feucht und er wartet. Er wartet auf die Nachricht, die der Zug bringt, wenn er denn kommt. Die Möglichkeit dass der Zug nicht kommt, kommt ihm nicht mal in den Sinn. Viele Stunden lang denkt er nur an die Nachricht. Irgendwann wird er müde, seine Füße beginnen zu schmerzen – so viele Stunden auf den Beinen und die Feuchtigkeit! – und er sucht nach einer Sitzgelegenheit, aber keine Bank nirgendwo, der Bahnhof geschlossen und kein Schaffner anwesend. Nicht mal ein Automat, dass er was zu trinken finden könnte. Und wenn er mit dem Zug weg wollte, der vorbei kommt, wenn ihn die Nachricht irgendwohin ruft, kann er nicht mal einen Fahrschein kaufen. Alles geschlossen und er geht am Bahnsteig auf und ab, wartend im Nebel. Was für ein Pech! Nicht mal seine Schuhe kann er sehen, so dicht ist der Nebel. Und kein Zug kommt. Er ist beinahe völlig entmutigt, als er ein Pfeifen hört. Der Zug kommt.
„Endlich!“, murmelt er und versucht, die schwarze Gestalt des Zuges in der Tiefe auszumachen. Das Pfeifen wird lauter, immer lauter, ein Zeichen dafür, dass sich der Zug nähert, der Zug mit der Nachricht. Das Pfeifen wird so laut, dass er sich die Ohren mit den Handflächen zuhalten muss. Ein Pfeifen der anderen Art, schrill. Ist das nun ein Zug, der so zischt, als zerreiße er die Luft? Er verkriecht sich in seinem Mantel, schlägt auch den Kragen hoch, verstopft die Ohren noch besser, um das Zerreißen nicht zu hören. Er wartet darauf, dass der Zug stehen bleibt, oder wenigstens, dass ihm jemand die Nachricht aus einem Fenster wirft. Er gibt gut Acht, so sehr wie es seine Augen in dem Weiß und dem dichten Nebel vermögen. Das Ungetüm von Zug erreicht den Bahnhof, durchschneidet wieder und wieder den nebligen Schleier, schneidet ihn in tausend kleine Teile und er bleibt und sieht – soweit er kann – sieht das schwarze Ungeheuer an, das wie verrückt zischt.

Zischend und ohne Geschwindigkeit zu verlieren ist der Zug vorbei gefahren. Ohne anzuhalten ist er pfeifend vorbeigefahren, der Klang hat sich ausgebreitet, wurde leiser und ist mit dem Zug, der die Nachricht bringen würde, verschwunden. Hat er so viele Stunden umsonst gewartet? Morgen wird er wieder zum Bahnhof kommen, denn er ist sicher, dass es eine Nachricht gibt. Es sei denn die Nachricht wäre dieses Pfeifen, wenn es der Klang wäre, der ihn betäubte, ihn die Ohren verschließen ließ, damit er ihn nicht höre. Ein solcher Gedanke aber taucht nicht in seinem Kopf auf, denn er wartet auf die Nachricht, auf die er warten will und er ist nicht bereit, jedwede Nachricht aufzunehmen. Er ist nicht bereit, zu glauben, dass auch keine Nachricht kommen könnte, dass es vielleicht gar keine gäbe. Er wird also wieder kommen, um zu warten, ohne zu verstehen, dass die Nachricht vielleicht genau diese ist: das Warten.

Κυριακή, Νοεμβρίου 07, 2010

114. «Μίλα μου για μένα»


Αυτό ακριβώς της είπε Εκείνος, να του μιλάει γι αυτόν, και μετά συμπλήρωσε «κι εγώ θα σου μιλάω για σένα, πόσο καλή είσαι, τί ωραία που μαγειρεύεις, πώς με τρελλαίνουν τα χάδια σου, πώς με ζαλίζει το άρωμα των μαλλιών σου, όλο τέτοια θα σου λέω, όχι για το πώς αισθάνομαι για σένα, αν είμαι ευτυχισμένος μαζί σου, αν σ' αγαπώ και κρυάδες, και μετά πες μου κι εσύ για μένα» κι Εκείνη του είπε «σ' αγαπώ τρελλούτσικε, ό,τι και να μου λες» κι Εκείνος άνοιξε τη μπαλκονόπορτα, βγήκε στο μπαλκόνι, ανέβασε το ενα πόδι στο κάγκελο, πέρασε και το άλλο πόδι και -παφ!- έσκασε στο πεζοδρόμιο σα μπαλόνι γεμάτο νερό, μόνο που δε γέμισε νερά ο δρόμος, αίματα γέμισε, και μια κυρία φώναζε για το καινούργιο της παλτό και ποιος θα την αποζημιώσει κι Εκείνη βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε την κυρία και το παλτό και φώναξε «τί σκούζεις κυρά μου; σιγά το παλτό!» και μετά κατέβηκε κάτω και μαλλιοτραβήχτηκαν κάμποσην ώρα -πάλι αίματα και σάλια- μέχρι που έφτασε το ασθενοφόρο και τις πήρε, επειδή νόμισαν οι τραυματιοφορείς ότι για τις γυναίκες αυτές το είχαν καλέσει, και ο σκασμένος Εκείνος έμεινε λιώμα στις πλάκες και ήρθε ένας οδοκαθαριστής κι έσπρωξε τα κομμάτια στο οδόστρωμα γιατί βαριόταν, και πάτησαν τα κομμάτια τα διερχόμενα οχήματα και τα ισοπέδωσαν όπως κάνουν με τα ψόφια σκυλιά.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...