Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008

077. Εκεί που περπατούσαμε

Δεν υπάρχει τίποτα από τότε. Ολα τσιμέντο και άσφαλτος. Πάνε κι οι μυρωδιές της άνοιξης, έγιναν καυσαέρια. Ο ουρανός γέμισε πολυκατοικίες. Εκεί που περπατούσαμε δεν υπάρχει χώρος για πόδια ανθρώπου. Μόνο ρόδες κυκλοφορούν. Κινδυνεύεις να διαμελιστείς, αν επιμείνεις να περπατήσεις εκεί που ήταν παλιά μονοπάτια. Τα χωράφια ανέβηκαν στα ύψη. Κρίμα που δεν μπορώ να νιώσω το χέρι σου, κρίμα που δεν μπορώ να ξαναδώ το γαλάζιο βλέμμα σου, κρίμα που σκοτείνιασαν όλα. Αστρα δεν φαίνονται πια, χρώμα ουρανού ροζέ βρώμικο τις νύχτες. Ούτε η πανσέληνος δεν είναι ίδια. Τίποτα δεν υπάρχει. Αμμος σκέπασε τις μαύρες πλάκες, άμμος και τον πηλό στη μακρινή παραλία. Τα βραχάκια σκεπάστηκαν κι έγιναν δρόμος. Η θάλασσα πήγε μακριά και δεν μοσχοβολάει. Το κυματάκι δεν ακουμπάει στο φεγγάρι. Μένει μαύρο και σκοτεινό. Τίποτα δεν λάμπει. Ούτε το βλέμμα σου στην ψυχή μου. Αυτά έχω να σου πω πατέρα. Κοιμήσου ήσυχος, δεν θα χαθώ -ακόμα.

Πέμπτη, Αυγούστου 28, 2008

076. ο συγγραφέας και το ύφος του

Μια φορά, ήταν ένας που έγραφε. Εγραφε ασταμάτητα κι όταν τον ρωτούσαν γιατί γράφει, απαντούσε "για να βρω το ύφος μου" και συνέχιζε να γράφει. Δεν υπήρχε αντικείμενο γραφής, δεν υπήρχαν ερεθίσματα και ιδέες, δεν υπήρχε αιτία που δημιουργούσε την ανάγκη για γράψιμο, παρεκτός από το γράψιμο το ίδιο που ήταν αυτοσκοπός, να γράφει για να γράφει δηλαδή και να βλέπει τα γραμμένα τυπωμένα. Μια μέρα, εκεί που διάβαζε τα γραπτά του, βρήκε το ύφος του και σταμάτησε να γράφει. Για την ακρίβεια, κάποιοι άλλοι του είπαν ότι επιτέλους βρήκε το ύφος του και ότι αυτό το ύφος είναι ταιριαστό με το παράστημα και την κορμοστασιά του και αν το εγκατέλειπε θα ήταν κουτός και αχάριστος στους κόπους μιας ζωής ολόκληρης που του είχε επιτρέψει να το ψάχνει και να το καλλιεργεί. Αυτοί οι άλλοι ήταν οι φίλοι, το κοινό του, εκείνοι για τους οποίους έγραφε ασταμάτητα τόσα χρόνια, εκείνοι που διάβαζαν μετά μανίας τα γραπτά του, εκείνοι που θαύμαζαν την αντοχή του στο γράψιμο, στην αποκάλυψη της μοναδικότητας του γραψίματός του έκαναν σπονδή βαρέλια ολόκληρα ποτών και ηδυπότων, νύχτες ατέλειωτες που δεν τις έβλεπε η μέρα κι έτσι δεν γελούσε. Ηταν πολύ σημαντικό που έπαψε να γράφει, ίσως σημαντικότερο από τις χιλιάδες σελίδες των γραπτών του με τους μοναδικούς του αναγνώστες. Μετά, είδε μια γιαγιάκα να γράφει σε φορητό υπολογιστή καθισμένη σε ένα παγκάκι κι έπαθε καρδιακό επεισόδιο και τρόμαξε να τον συνεφέρει ο γιατρός. Δεν ήταν τόσο τα φάρμακα που τον ξανάφεραν στα ίσια του, αλλά η μικρή φράση «και τι έγινε;» Ξανάπιασε λοιπόν τα σύνεργά του και συνέχισε το γράψιμο ελεύθερος, χωρίς το άγχος του ύφους που έπαιζε κρυφτό, αδιάφορος αν θα το βρει ή όχι, αδιάφορος για τις διάφορες γνώμες, αδιάφορος για τα συγχαρητήρια, αδιάφορος για τα χεστήρια, αδιάφορος για όλα σχεδόν. Το μόνο που τον ενδιέφερε πλέον ήταν μόνο το γράψιμο. Εγινε ένας που έγραφε για κάθε λόγο και αιτία, ακόμα και για το γράψιμο το ίδιο, να γράφει για να γράφει δηλαδή, κι όταν κάποιος τόλμαγε να του μιλήσει για ύφος και τα τοιαύτα, τον έγραφε κι αυτόν κανονικά ατάκα κι επιτόπου!

Πέμπτη, Αυγούστου 21, 2008

075. ο αθλητής-σφαίρα

Εάν το περίστροφον του αφέτου δεν ήτο άσφαιρον και εάν η σφαίρα διαπερνούσε τον εγκέφαλον του αθλητού της αρεσκείας του -ταυτοχρόνως με την εντολήν προς εκκίνησιν των άλλων αθλητών- τότε ο αγών του πυροβολημένου αθλητού θα έληγεν αυτοστιγμεί εις χρόνον μηδέν! Οποία αγαλλίασις, οποία εθνική υπερηφάνεια, εάν ο αθλητής της αρεσκείας του αφέτου ετύγχανεν ελληνικής ιθαγενείας και υπηκοότητος βεβαίως. Οσο δυνατά και να τρέχει το φαβορί, είναι αδύνατο να προλάβει να καταρρίψει το ρεκόρ του χρόνου ο οποίος απαιτείται εις την περιγραφείσαν περίπτωσιν. Εκτός εάν το φαβορί μετατραπεί εις σφαίραν, αλλά και πάλι η απόστασις των εκατό μέτρων θα το χωρίζει από την κατάκτηση της πρώτης θέσεως. Εκτός αν ο αφέτης μεταφερθεί εκατό μέτρα μακρύτερον. Τοτε, με μια εξαιρετικά καλή εκκίνηση, όλα παίζονται.

074. ο Μεργκαέλ και τα γεύματα Ζωής

"Η Ζωή είναι ωραία" είπε ο ωραίος Μεργκαέλ και τσίμπησε άλλο ένα από τα πλευρά της. Του άρεσε να απολαμβάνει τα γεύματά του αργά -πολύ αργά. Συνήθως άφηνε τα κόκκαλα τελευταία και το ίδιο θα έκανε και με τη Ζωή του. Την ένοιωθε δική του και θα τη ρούφαγε μέχρι το μεδούλι, θα κοπάνιζε τα κοκκαλάκια της και θα τα κατάπινε κι αυτά. Το ότι είχε ήδη αρχίσει η καημένη να ανασαίνει με δυσκολία, ένεκα τα φαγωμένα πλευρά της, δεν τον απασχολούσε για την ώρα. Αυτή τη στιγμή είναι αποφασισμένος να τηρήσει το πρόγραμμα των γευμάτων Ζωής στο ακέραιο. "Η Ζωή είναι σαν τη ντομάτα" σκέφτηκε πριν εισάγει το ασημένιο του πιρουνάκι στο δέρμα των κατακόκκινων ζουμερών της ώμων, που ήταν ευαίσθητοι στην ηλιοθεραπεία.

Τρίτη, Αυγούστου 12, 2008

073. ο ωραίος Μεργκαέλ αντιμέτωπος με τα κιλά του

Οταν ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο βρέθηκε απέναντι στα κιλά του, άφησε ένα μικρό επιφώνημα έκπληξης. Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι το βάρος ολόκληρου του εαυτού του χωρούσε σε μερικές σιδερένιες ροδέλες και μάλιστα βρωμερές και σκουριασμένες. Αντιλήφθηκε ότι η σχέση βάρους με όγκο είναι ένας ξεκάθαρος παραλογισμός.
Κατάλαβε πολύ καλά ότι το ερώτημα «τι είναι πιο βαρύ, ένα καντάρι σίδερο ή ένα καντάρι μπαμπάκι;» που έπαιζε στην επικαιρότητα των παιδικών του χρόνων δεν είχε την -απολύτως λογική- απάντηση που εκείνος έδινε συνήθως, δηλαδή, «ένα καντάρι σίδερο, φυσικά». Θυμήθηκε και τη θεωρία για τις μαύρες τρύπες που είναι πολύ μικρές και πάρα πολύ βαριές και που όλα τα καταβροχθίζουν, μια θεωρία για την οποία πολύ λόγος γίνεται τελευταίως στα κανάλια και στις παρέες, και άρχισε να τρέμει. Φοβάται πολύ τώρα μήπως τον καταβροχθίσουν αυτές οι σκονισμένες ροδέλες και φορέσουν το ωραίο του μαύρο κοστούμι και το ξεχειλώσουν, μήπως ξεσκίσουν τα ωραία του σκαρπίνια, ή μήπως τον κάνουν μια ροδέλα επιπλέον κι αυτόν, μια ροδέλα σιδερένια, μια εντελώς άκομψη ροδέλα χοντρή, βρώμικη και σκουριασμένη.

Δευτέρα, Αυγούστου 04, 2008

072. το νήμα της αγάπης

Οταν ο Ποιητής αποφάσισε να αποδεσμευτεί από την αγάπη της Μάνας, έπεσε απότομα μπρούμυτα στο πλακόστρωτο και τότε, από τη φόρα της πτώσης, ξεπετάχτηκε το χτενάκι που συγκρατούσε την πλούσια κόμη του και τα λυμένα του μαλλιά απλώθηκαν στη γυμνή του πλάτη σαν πλοκάμια από καλαμαροχτάποδα. Εψαξε και βρήκε την άκρη του νήματος της αγάπης της Μάνας, που αγκάλιαζε το λαιμό του και τον έπνιγε τόσα χρόνια -μιλάμε για πολλά πολλά χρόνια. Το νήμα αυτό είχε χοντρύνει πολύ, ένεκα της συχνής και πλούσιας διατροφής που του προσέφερε η Μάνα, και είχε γίνει σαν τριχιά -χοντρό και αγκαθερό. Ο Ποιητής όμως ήταν αποφασισμένος να γλιτώσει από δαύτο και άρχισε να το ξετυλίγει μετά πολλού κόπου και βασάνου. Ξετύλιγε και ξετύλιγε και τελειωμό δεν είχε, αλλά η ανακούφιση που ένοιωθε μετά από το ξετύλιγμα κάθε γύρου από το λαιμό, τού έδινε καινούργιο κουράγιο να συνεχίζει το άθλημα. Οσο το νήμα της αγάπης της Μάνας ξετυλιγόταν, τόσο λέπταινε, μέχρι που έγινε λεπτό σαν μεταξωτή κλωστίτσα. Οσο πιο λεπτό, τόσο πιο ανθεκτικό και τόσο πιο κοντά στο δέρμα του λαιμού του Ποιητή, τόσο πιο κοντά στην ψίχα της ψυχής του. Με τα πολλά, παραμένοντας εξακολουθητικά μπρούμυτα πάνω στο πλακόστρωτο, ο Ποιητής είδε και απόειδε να ξετυλίγει και το νήμα να μη σώνεται και σκέφτηκε να τα παρατήσει. Πώς όμως θα ξανατύλιγε όλο αυτό το πελώριο κουβάρι γύρω από το λαιμό του, ώστε να μη πάρει χαμπάρι η Μάνα τί πήγε να κάνει; Γιατί, αν η Μάνα καταλάβαινε πόσο βαριά έπεφτε η αγάπη της στο παιδί της, θα ήταν ικανή για όλα -μέχρι και να το πνίξει κανονικά. Αλλο δεν έμενε στον Ποιητή από το να συνεχίζει το ξετύλιγμα και ό,τι ήθελε ας γινόταν. Ιδρωνε και ξίδρωνε λοιπόν, είχε να παλέψει και με το βάρος των μαλλιών του που τον πίεζαν αφόρητα πάνω στο πλακόστρωτο, οι πλάκες άρχισαν να υποχωρούν σιγά σιγά μέχρι που απορρόφησαν τη λυωμένη μάζα των μαλλιών, του νήματος της αγάπης, του σώματος του Ποιητή, και μια ψιλή ευεργετική βροχούλα ήρθε να ξεπλύνει τα αίματα και τους ιδρώτες.
Λένε, ότι η Μάνα ήταν εκείνη που παρακάλεσε «ας βρέξει επιτέλους!»

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...