Κυριακή, Μαΐου 29, 2011

132. ο Μεργκαέλ και το άσχημο

Μόλις πριν από λίγο, ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο ανακάλυψε πως είναι ρατσιστής, επειδή υπάρχει κάτι που από γεννησιμιού του δεν μπορεί να το αντέξει, αν και σχεδόν μια ολόκληρη ζωή πολεμά να το καταλάβει, να το νοιώσει, να ενταχθεί στις ορδές του άσχημου, να το ενσωματώσει που λένε. Οσο και να προσπαθεί όμως, μόλις πριν από λίγο κατάλαβε καλά ότι αυτό είναι αδύνατο, υπερβαίνει τις δυνάμεις ακόμα και ενός ιππότη σαν κι αυτόν, ενός ιππότη ταγμένου στην υπηρεσία του ανθρώπου. Μόλις ανακάλυψε όμως ότι ο άνθρωπος τείνει προς το άσχημο γιατί το άσχημο είναι εύκολο, οπότε είναι αδύνατο να υπηρετεί κάποιος ένα ιδεώδες όταν το ίδιο το ιδεώδες αντιμάχεται τον εαυτό του.

Η αλήθεια είναι ότι ο ωραίος Μεργκαέλ προσπαθεί, κατά τη διάρκεια του μακρού του βίου, να εξορκίσει αυτή την αδυναμία, να μην αντέχει το άσχημο δηλαδή, να βγάζει σπυριά μόλις το βλέπει, να ταράζεται μόλις το ακούει και να παθαίνει εγκεφαλικό όταν το νοιώθει να εξαπλώνεται σαν γάγγραινα. Στο πλαίσιο των αέναων προσπαθειών του, παντρεύτηκε μια γυναίκα αντίγραφο καρικατούρας, χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα διαφήμιση πλαστικού χειρουργού, ξαναχώρισε και δεν ξαναπαντρεύτηκε --είναι πολύ οδυνηρό να ξυπνά κανείς και να βλέπει στο διπλανό μαξιλάρι να συνεχίζονται οι εφιάλτες της νύχτας-- πέτυχε όμως μια ερωμένη που διέστρεφε εντελώς την εικόνα που της είχε χαρίσει η φύση, νομίζοντας ότι με τις καραμπογιές γινόταν πιο θελκτική.

Η υπομονή του Μεργκαέλ δεν έχει όρια, έτσι, κάποια στιγμή αποφασίζει να βλέπει καθημερινά τηλεόραση και αφήνεται επί δυο μήνες συνεχώς στο έλεος της συμπυκνωμένης ασχήμιας που εκπέμπουν αυτά τα κουτιά --από το επίθετο "κουτός", υποθέτω. Τόσο μπόρεσε, τόσο άντεξε, το πετάει το κουτί αφού το κάνει κομματάκια, να μην ανιχνεύονται και να μην είναι επανασυναρμολογήσιμα. Να καταπίνει την ασχήμια, όχι να τη διαδίδει κιόλας!

Επί σειρά ετών, εντρυφεί στο κιτς και στο καρακίτς, πείθει τον εαυτό του πως αυτό δεν είναι άσχημο ή δεν είναι και τόσο άσχημο, αλλά κακά τα ψέμματα. Ο εαυτός του αντιδρά με κρίσεις πανικού. Καταπίνει σωρηδόν χαπάκια βαλεριάνας για την καταπολέμηση του πανικού, όσο συνεχίζει όμως να μην εννοεί το άσχημο του κιτς --απ' όπου κι αν προέρχεται-- οι κρίσεις επιμένουν να ταλαιπωρούν το στομάχι και την αναπνοή του, οπότε παύει να επιμένει και δεν ξαναπατάει σε έκθεση καρακιτσαρίας.

Μια φορά, για λίγες ώρες, ακούει κλαπατσίμπαλα για να εισρεύσει το άσχημο των ήχων μέσα του --τι να κάνουμε; υπάρχουν και ήχοι που δεν αντέχονται-- να ισοπεδώσουν την ακοή του, αλλά κι αυτή η προσπάθεια πήγε άπατη.

Σήμερα λοιπόν το πήρε απόφαση πως είναι ρατσιστής εναντίον του άσχημου, είτε αυτό είναι ανθρώπινο πλάσμα είτε τηλεοπτική εκπομπή είτε τέχνη είτε ήχος είτε κυβέρνηση.. είτε.. είτε.. ο,τιδήποτε δηλαδή ενοχλεί την αισθητική του, και υπόσχεται στον εαυτό του ότι δεν θα τον ξαναταλαιπωρήσει. Στην ανάγκη, σκέφτεται να πάρει τα βουνά. Φοβάται μη τυχόν αυτό το άσχημο, το τόσο πλουσιο σε ποσότητα και αφειδώς προσφερόμενο, διαφθείρει εντελώς το αισθητήριό του να αναγνωρίζει το πραγματικά ωραίο. Χθες, ας πούμε, πέρασε απο μια πλατεία και βρήκε πολύ κόσμο συγκεντρωμένο εκεί πέρα και ακόμα δεν μπορεί να αντιληφθεί αν αυτό είναι ωραίο ή άσχημο. Ενοιωσε όμορφα, αλλά είναι κριτήριο αυτό; Ιδίως για έναν ιππότη τόσο επιρρεπή στο να δέχεται και να υπηρετεί το άσχημο του ανθρώπου;

Ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο παραμένει μπερδεμένος, παραμένει όμως και στην πλατεία --πριν πάρει τα βουνά.

Παρασκευή, Μαΐου 27, 2011

131. ισιώνοντας το πρόσωπο



Μια φορά που η Βέρα Καλτάκα ήταν γριά ρυτιδιασμένη πριν ξαναγίνει νέα, δηλαδή μια από τις άπειρες φορές που είχε βρεθεί στο κατώφλι του θανάτου, άπλωσε το χέρι να ισιώσει τις ρυτίδες της. Ηθελε, πριν πεθάνει ακόμα μια φορά, κάτι από το πρόσωπό της να έχει ισιωθεί.

εικόνα: Old Woman, Photography by Carl Moser

Πέμπτη, Μαΐου 26, 2011

130. μια ιστορία τρώει τον εαυτό της

αφού γυρίστηκε η καλύτερη κατάληξη, που μόνο η φαντασία ενός σκηνοθετη του διαμετρήματός του θα μπορούσε να συλλάβει, στις τουαλέττες του Δημαρχείου, με τον πρωταγωνιστή να χαιρετά το τρένο από το παραθυράκι του βεσέ ανδρών, το τρένο που έπαιρνε την αγαπημένη του μακριά «όλα είναι τρένο» ψιθυρίζοντας με νόημα, την ίδια στιγμή που ο αντιδήμαρχος χαιρετούσε το μάταιο τούτο κόσμο στο ράντζο των επειγόντων περιστατικών, ενώ ο φωτιστής πεταλούδιζε κάτι άσπρα χαρτόνια προσπαθώντας ν' αποδώσει λάμψεις αστραπής, μια και στην ταινία έβρεχε καταρρακτωδώς και ο μπερδεμένος ηχολήπτης πέταγε ήχους κεραυνών ανάκατα, πότε πριν την αστραπή και πότε στην ώρα τους, αλλά ποιος θα το πρόσεχε αυτό; είπε ο σκηνοθέτης, αλλά κι αν το προσέξει κανείς ανάποδος κριτικός θα πούμε ότι πρόκειται για σκηνοθετική άποψη, γκέγκε μάγκες; και κανείς δεν μιλησε κι έτσι τέλειωσε το γύρισμα, αφού γυρίστηκε η καλύτερη κατάληξη, που μόνο η φαντασία ενός σκηνοθέτη του διαμετρηματός του θα μπορούσε να συλλάβει

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2011

129. Η επιμήκυνση


Το κοιτάζει κάθε μέρα και το βλέπει να μακραίνει. Το κοιτάζει συχνά. Το κοιτάζει το πρωί μόλις ξυπνά, το ξανακοιτάζει μετά το κατούρημα, αλλά και αργότερα, πριν σηκώσει το φερμουάρ του παντελονιού. Κατεβαίνοντας με το ασσανσέρ από το ρετιρέ στο ισόγειο για να πάει στη δουλειά, ρίχνει πάλι μια ματιά. Στο γραφείο, ξεκλέβει κάπου κάπου λίγα λεπτά και το κοιτάζει κρυμμένος πίσω από τα χαρτιά που στοιβάζονται πάνω στο γραφείο. Επίτηδες αφήνει να μαζεύονται όγκοι εγγράφων, είναι ό,τι πρέπει για κρυψώνα, γιατί δε γίνεται να τρέχει κάθε τρεις και λίγο στο βεσέ των ανδρών μονάχα για ένα βλεφάριασμα. Η δύσκολη ώρα είναι η ώρα του φαγητού, που δεν μπορεί να το κοιτάξει, το ψαύει απλώς κάτω από το τραπέζει και σιγουρεύεται πως είναι στη θέση του. Σχολάει στις τέσσερις, μπαίνει στο αμάξι και δεν κρατιέται. Χαλαρώνει τη ζώνη, ανοίγει το φερμουάρ και το κοιτάζει με απληστία όσην ώρα οδηγεί. Μέχρι να φτάσει σπίτι, τυχαίνει να το έχει κοιτάξει πάνω από πεντακόσιες φορές. Μόλις τελειώνει το παρκάρισμα, ταχτοποιεί το παντελόνι και το ντουλαπάκι του ταμπλό και βγαίνει καμαρωτός καμαρωτός. Ανεβαίνει με το ασσανσέρ χωρίς να έχει μεγάλη ανάγκη να το κοιτάξει ξανά εκτός από μερικές φορές που, όταν δεν έχει και μεγάλη κίνηση στο δρόμο, η διαδρομή είναι σύντομη. Στο σπίτι κυκλοφορεί γυμνός και όταν κάθεται στον καναπέ να δει τηλεόραση στηρίζει -καλού κακού- ένα καθρέφτη πάνω στο τραπεζάκι να μη χάνει τις φάσεις επιμήκυνσης.

Κυριακή, Μαΐου 01, 2011

128. η κυρία Διαφωνία συμφωνεί πάντα


Η κυρία Διαφωνία είναι μια κυρία χοντρή. Υπάρχουν πολλές χοντρές κυρίες, αλλά η κυρία Διαφωνία τις ξεπερνά όλες. Ισως επειδή, αν και Διαφωνία με τ' όνομα, συμφωνεί πάντοτε με ό,τι κι αν της πεις. Ο,τιδήποτε κι αν ακούσει, λέει πάντοτε «έχετε δίκιο, συμφωνώ». Θα ρωτήσει κανείς και με το δίκιο του «πώς είναι δυνατό να γίνεται συζήτηση με κάποιον που συμφωνεί;» η απάντηση όμως έρχεται εντελώς αβίαστα, δεδομένου ότι δεν συμφωνεί όποιος κι όποιος αλλά η κυρία Διαφωνία και αυτό είναι από μόνο του πολύ σημαντικό επιχείρημα, ώστε να καταβάλλεται προσπάθεια να πεισθεί η κυρία Διαφωνία να συμφωνήσει με το όνομά της και να διαφωνήσει επιτέλους -έστω και μια φορά! Το όνομά της αναφέρεται συχνά, ακούω π.χ. να λένε ότι «η κυρία Διαφωνία έγκειται στο εξής» και περιμένω να μάθω πού στο καλό βρίσκεται, πού κατοικοεδρεύει αυτή η κυρία, αλλά ματαίως. Η κατοικία της κυρίας Διαφωνίας μένει επτασφράγιστο μυστικό. Κανείς δεν την έχει δει ως τα σήμερα, ίσαμε τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, να βγαίνει από κάπου ή να μπαίνει οπουδήποτε. Μονάχα κάτι χείλη την αναφέρουν και δεν είναι δυνατόν ολόκληρη χοντρέλω να κατοικεί σε χείλη, έστω και παχιά. Ισως να κατοικεί σε παχιά λόγια, αλλά και πάλι διατηρώ τις αμφιβολίες μου. Εσείς;
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...