Δευτέρα, Φεβρουαρίου 08, 2010

098. εκείνη περπατούσε ξυπόλητη...

Μια μέρα, ο Ποιητής συνάντησε την Οικονομία. Εκείνη, περπατούσε ξυπόλητη πάνω σε αγκάθια και λάσπες, αλλά οι πατουσες της παρέμεναν δροσερές και χαριτωμένες. Ο Ποιητής απόρησε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό θαυμάζοντας το φαινόμενο. Σκέφτηκε μάλιστα να γράψει ένα ποίημα. Για τις δροσερές πατούσες, όχι για την Οικονομία, φυσικά, επειδή οι Ποιητές δεν τα πάνε καθόλου καλά με τη διαχείριση των οικονομικών -αδυνατούν να απασχολήσουν το νου τους με πεζά πράγματα και για τούτο συνέχεια πεινούν- ούτε μπορούν να αντικρύσουν στήλες με αριθμούς -κλείνουν πάντοτε τα μάτια μπροστά στους ισολογισμούς των εταιρειών που δημοσιεύονται στον τύπο. Η Οικονομία πέρασε ξυστά δίπλα του και του έκλεισε το μάτι. Ως γυναίκα ήταν πολύ ωραία, αλλά ως Οικονομία ήταν απεχθής και ο καημένος ο Ποιητής βρέθηκε προ μεγάλου διλήμματος. Να ακολουθήσει την ξυπόλητη γυναίκα ή να αγνοήσει την ξυπόλητη Οικονομία; Και οι δυο (πακέτο σε ένα) ήταν πανέμορφες, με υπέροχα πέλματα, ο Ποιητής ήταν ολίγον τι ποδολάγνος κι έτσι διάλεξε να ακολουθήσει απλώς δυο υπέροχες πατούσες. Εκείνες περπατούσαν σε λάσπες και αγκάθια, όπως είπαμε, αλλά γλιστρούσαν και πάνω σε πάγους και σε λιωμένα χιόνια, ακροβατούσαν και σε πυρακτωμένες λάμες, βυθιζόντουσαν και σε καυτές αμμώδεις ερήμους. Ο Ποιητής ακολουθούσε και τη μια καιγόταν, την άλλη πάγωνε και την άλλη δροσιζόταν. Οι απότομες εναλλαγές της θερμοκρασίας και των τοπίων τον ζάλιζαν σαν να έκανε χρήση δραστικών παραισθησιογόνων ουσιών και καποια στιγμή του πέρασε απο το μυαλό να παρατήσει τη παρακολούθηση. Δεν ήξερε πού θα τον έβγαζε αυτή η περιπέτεια. Σάμπως όμως υπάρχει κάποια περιπέτεια, της οποίας να είναι γνωστό το τέλος; Μια περιπέτεια λέγεται έτσι, επειδή ακριβώς το τέλος της είναι απρόβλεπτο, γιατί αν η κατάληξη είναι γνωστή από την αρχή δεν θα λεγόταν περιπέτεια και δεν θα άξιζε καν να τη ζήσει κανείς. «Μια περιπέτεια ξεκινάς να τη ζεις και όπου σε βγάλει» είπε ο Ποιητης από μέσα του και σταμάτησε στην εκατοστή γωνία. Σταμάτησε επειδή τρομαξε που έπιασε τον εαυτό του, το βαθύτερο εαυτό του, τον ποιητικό, να λογαριάζει, να μετρά τις γωνίες και τις διασταυρώσεις, να μετρά τα βήματά του, να αθροίζει τα βήματα των ξυπόλητων πελμάτων, να τα πολλαπλασιάζει με τις γωνίες, να αφαιρεί τις ερήμους και να διαιρεί με αγκάθια και λασπουριές και παει λέγοντας. Σταμάτησε και για ένα λόγο απλούστερο, που ίσως να ήταν και ο βασικός λόγος της διακοπής: Δεν είχε βρει τρόπο να γράφει ποιήματα με αριθμούς. Βεβαίως, αν συνέχιζε την παρακολούθηση, πιθανότατα να έβρισκε τον τρόπο αυτόν, αλλά τότε θα λεγόταν άραγε ποιητής;
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...