Πέμπτη, Φεβρουαρίου 17, 2011

121. πέρα βρέχει

Ο Ποιητής καθόταν στα σκαλάκια σαν τον Alasdair στη φωτό και κοίταζε αφηρημένος μακριά για να δει αν πέρα βρέχει, όταν ένα σύννεφο πέρασε ξυστά πάνω απο το κεφάλι του και αμόλησε μια ομοβροντία σταγόνων τεραστίου μεγέθους. «Αχ, γιατί να μην είναι αντί σταγόνες στίχοι;» σκέφτηκε ο Ποιητής, που πάσχει από αντιποίηση αυτό τον καιρό και, λες και τον άκουσαν οι ουρανοί, μια νέα ομοβροντία από χαρτάκια τυπωμένα πέφτει και τον πλακώνει. Περιττό να πούμε ότι ο Ποιητής ξεφορτώθηκε βιαστικά όλο αυτό το χαρτομάνι και ξαναπήρε τη θέση του στα σκαλάκια, μόνο που δεν κοιτάζει αφηρημένα αν πέρα βρέχει, αλλά αναρωτιέται αν και πόσο μοιάζει με τον Alasdair. Φυσικά, ως Ποιητής, μπερδεύει τον έναν Alasdair με τον άλλο και η όψη του αλλάζει διαρκώς μέχρις ότου αποφασίσει οριστικά, οπότε και θα σταθεροποιηθεί το ύφος και η μορφή του.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 11, 2011

120. Ο Μεγάλος Βιασμός


Εκλεισε η πόρτα βαρειά πίσω από το βιαστή και παραβιαστή του οικογενειακού ασύλου, των ντουλαπιών με τα ρούχα, του ψυγείου και των ερμαρίων με τα τρόφιμα, του τραπεζικού λογαριασμού και των δανειακών συμβάσεων. Ο ωραίος Μεργκαέλ και η αγαπημένη του Βέρα Καλτάκα εξακολουθούσαν να παραμένουν βουβοί μετά την τραγωδία που είχαν ζήσει. Βουβοί και γυμνοί όπως τους γέννησε η μάνα τους ή όπως ο Αδάμ κι η Εύα στον Παράδεισο. Αλλο τό 'να όμως και άλλο το άλλο. Οταν γεννήθηκαν ήταν νεογνά, ενώ οι προπάτορες ήταν ενήλικες· ως προς τη γύμνια είναι το ίδιο ακριβώς, το ίδιο γυμνοί δηλαδή. Η αίσθηση ντροπής ήταν διάχυτη, χυμένη από κάθε πόρο των σωμάτων τους, πασαλειμένη πάνω στα πλακάκια, ξερασμένη από τη λεκάνη και το νιπτήρα, ακόμα και το καζανάκι της τουαλέτας έσταζε ντροπή. Ο Μεργκαέλ κοίταζε το νιπτήρα απλανώς, ενώ η Βέρα είχε μαρμαρωθεί με το κεφάλι σκυφτό και το βυζι να ανεμίζει κάτω απο τη μασχάλη. Δεν τολμούσε ο ένας να κοιτάξει τον άλλον. Ο βιαστής έφταιγε βεβαίως, αλλά εκείνοι ένοιωθαν την ενοχή που τους είχε φορτώσει. Ακριβώς όπως ο Κύριος φόρτωσε με ενοχές τα πλάσματά του, όπως κάθε μάνα που σέβεται τον εαυτό της ως μάνα και ως κυρία γεμίζει ενοχές τα μυαλά των παιδιών της. Μια παροιμία λέει «και κερατάς και δαρμένος» και είναι η περίπτωση αυτή ακριβώς: βιασμένοι και γυμνοί, λες και είχε αδειάσει και το απομέσα του κεφαλιού τους. Μια στιγμή, η Βέρα σήκωσε το κεφάλι και μουρμούρισε ένα αχνό «και τώρα τί κάνουμε», ο Μεργκαέλ «γιατί πληθυντικός, καθένας μόνος του από δω και πέρα» είπε στον εαυτό του και ράγισε το πράσινο πλακάκι επάνω δεξιά. Τα λευκά πλακάκια είναι πάντα πιο ανθεκτικά, ισπανικό προϊόν βλέπεις. «Ηταν ανάγκη να μπει αυτή η γαμημένη υπογραφή» ξαναμίλησε η Βέρα στον εαυτό της και «μεγάλη ανάγκη έδειχνε πως ήταν» ξαναμίλησε ο Μεργκαέλ και «Με κατέστρεψε ο πούστης!» ξέσπασε ουρλιάζοντας και η Βέρα σηκώθηκε όρθια και φώναξε κι αυτή όσο της επέτρεπε το λαρύγγι της «Θα του φάω το λαρύγγι του καργιόλη!» και το καλό είναι πως σηκώθηκε και ο Μεργκέλ και βρεθήκαν και οι δυο τους ορθοί, αν και στα κρύα του λουτρού, και αγκαλιαστήκαν και φιληθήκαν και πήγαν να ανοίξουν την πόρτα να βγουν να τον κυνηγήσουν. Μαζί. Η πόρτα όμως δεν άνοιγε, ήταν κλειδωμένη απέξω και μέσα στο λουτρό δεν υπήρχε κάτι βαρύ να ρίξουν πάνω της, αλλά έριξε το βάρος του κορμιού του ο Μεργκαέλ και την έσπασε και βγήκαν έτσι θεόγυμνοι στο δρόμο και ενωθήκαν με λεφούσια γυμνών ανθρώπων που ούρλιαζαν κραδαίνοντας τα γυμνά τους σώματα -ασπίδες και όπλα ταυτοχρόνως- και τρέχαν οι γυμνοί άνθρωποι, ορμητικοί μα όχι πανικόβλητοι, να πλακώσουν το βιαστή τους, να τον σκάσουν κάτω από το βάρος των ενοχών με τις οποίες τους είχε φορτώσει. Δεν γνωρίζω τί έγινε στο τέλος, υποθέτω όμως ότι ο βιαστής ανακαλύφθηκε και πλήρωσε το κακό που έκανε -με την υπεξαίρεση της αναπνοής του.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 10, 2011

119. το ποτάμι που κυλάει στον ουρανό


Μια φορά, ήταν ένα μικρό ποτάμι. Ξεκινούσε γοργά γοργά από την πηγή ψηλά στο βουνό και κατέβαινε στην πεδιάδα χοροπηδώντας, πεντακάθαρο και βουερό. Οσο συνέχιζε να κατεβαίνει, όλο και πλάταινε, μέχρι που έγινε ένα μεγάλο ποτάμι. Τα νερά του δεν βουίζαν πια, ήταν ήρεμα και κυλούσαν αθόρυβα και απαλά. Σιγά σιγά, με τον καιρό, έφτασε κοντά σε μια πολιτεία και άρχισαν να το στεφανώνουν γεφύρια πέτρινα και γεφύρια σιδερένια. Περνούσαν άνθρωποι πάνω στα γεφύρια και πηγαίναν από τη μιαν όχθη στην άλλη περπατώντας ή καβάλα στα ζωντανά. Περνώντας ο καιρός, φανήκαν τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια -βρουμ βρουμ- να περνούν από πάνω του. Πολύς ο θόρυβος, το ποτάμι ζαλιζόταν, το συνεχές πέρα δώθε του χάλαγε την ησυχία. Αρχηνίσαν να κόβουν δέντρα από τις όχθες του οι άνθρωποι, να ρίχνουν σκουπίδια στο νερό του, που όλο και θόλωνε. Μερικές φορές, το ποτάμι φούσκωνε κι έδιωχνε τους παρείσακτους, αλλά όλο κι ερχόντουσαν κάτι μαστόρια και διορθώναν τα γεφύρια και ξανά μανά πάλι τα ίδια, μέχρι που το ποτάμι θύμωσε και είπε μέσα του «τι θέλω 'γω εδώ πέρα, κοντεύω να γίνω βαλτότοπος και θέλω να παραμείνω καθαρό ποτάμι» κι έδωσε μια και ξεκόλλησε από τη γης και ανέβηκε στον ουρανό και μην το είδατε! Εκεί ψηλά, τώρα που μιλάμε, εκεί ψηλά γαργαρίζει πεντακάθαρο τραγουδώντας με τα σύννεφα, χαϊδεμένο από τις ηλιαχτίδες κι ασημωμένο από το φως του φεγγαριού.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...