Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007

049. ο Ποιητής και το Ψάρι


Ο Ποιητής τίναξε ανάλαφρα την πλούσια χαίτη του και,αφήνοντας ένα σαρκαστικό χλιμίντρισμα μαζί με μια οσμηρή πορδή, χάθηκε καλπάζοντας στα χωράφια των συνειρμών, αφού προηγουμένως είχε προλάβει να δοκιμάσει την πειθώ της δεξιάς οπλής του στα κενά κρανία των θαυμαστών του. Οι πληγωμένοι θαυμαστές απέμειναν σύξυλοι, αν και θα μπορούσαν να τον πάρουν το κατόπι ακολουθώντας την οσμή και να τον ξεσκίσουν, αντί γι αυτό όμως έβγαλαν τα λευκά τους μαντίλια και τα κουνούσαν. Η απόφαση του Ποιητή να εγκαταλείψει τους θαυμαστές του στο έλεος των περιστάσεων ήταν ακλόνητη και τίποτε δεν θα τον γύριζε πίσω, ούτε το άσπρο σύννεφο των μαντιλιών που εξακολουθούσαν να κουνιούνται πίσω του, δήθεν ως ένδειξη χαιρετισμού, στην πραγματικότητα όμως για να διαλύσουν την οσμή, κάτι που αν ο Ποιητής είχε αντιληφθεί θα επέστρεφε δριμύτερος να τους συνετίσει εκσφενδονίζοντας εναντίον τους το ατσαλένιο του βλέμμα. Το βλέμμα του Ποιητή αντικρύζει τώρα νέα λιβάδια θαυμαστών, όπου φύονται πυκνές ορδές πύρινων βλεφαρίδων και, αψηφώντας το Ψάρι που κολυμπά με δυσφορία μέσα στο γυμνασμένο του στομάχι, ορμά να τις ξερριζώσει από την αδράνεια και να τις αναγκάσει να παίξουν θριαμβευτικά τον Υμνο της Αναλαμπής. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το Ψάρι ανεβαίνει από το στομάχι στο στόμα του Ποιητή ακολουθώντας την ορθή οδό του οισοφάγου, ξεφεύγει προς τα έξω ανάμεσα από τα πολυφίλητα χείλη του και παίζει το ρόλο που του επεφύλασσε η μοίρα: μεταμορφώνεται σε κουρέα και ξυρίζει τη χαίτη του Ποιητή! Οι θαυμαστές τότε αναγαλιάζουν, τα κενά τους κρανία πλημμυρίζουν ήχους, οι πύρινες βλεφαρίδες σβήνουν, το ατσαλένιο βλέμμα λιώνει, ο Ποιητής μαθαίνει επιτέλους να ακούει -έστω, με ακουστικά- και το Ψάρι πετάει μακριά.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...