Δευτέρα, Αυγούστου 20, 2007

045. θλίψη στα δάχτυλα



Μια φορά, ήταν κάποιος που είχε δάχτυλα γεμάτα θλίψη. Δεν ήταν τα δάχτυλά του θλιβερά, ούτε καν θλιμμένα. Μόνο που η θλίψη είχε βρει τρόπο κι έμπαινε από τις ρώγες των δαχτύλων και πλημμύριζε και κατακυρίευε όλο του το κορμί. Τότε και κείνος, μόλις αντιλήφθηκε το παιχνίδι της θλίψης, αποφάσισε να ψάξει να βρει τρόπο να το εμποδίσει. Δεν του άρεσε να παίζουν εις βάρος του, ιδίως όταν η ήττα του ήταν προδιαγεγραμμένη. Ετσι, μια μέρα πήρε μια βελόνα και άρχισε να τρυπά ένα ένα τα δάχτυλά του και να τα στύβει. Η θλίψη έτρεξε να φύγει, εκείνος έμαθε να χαϊδεύει και γλίτωσε.

Σάββατο, Αυγούστου 18, 2007

044. Ο Μεργκαέλ Ωγκαίο ψηφίζει



Πριν ψηφίσει ο Μεργκαέλ Ωγκαίο, προετοιμάζεται καταλλήλως. Επί σαράντα μέρες συνεχώς, ακολουθεί ένα αυστηρότατο πρόγραμμα αποτοξίνωσης, αυτοσυγκέντρωσης και περισυλλογής. Δεν τρώει πολύ, πίνει άφθονο νερό και καθόλου οινοπνευματώδη, ασκείται καθημερινά -κατά προτίμηση με γιόγκα- και λούζεται ολόκληρος τελετουργικά τρεις φορές το 24ωρο. Προτιμά να ντύνεται απλά και σοβαρά, αφήνει κατά μέρος τα μαύρα στενά ρούχα που συνηθίζει και φορά καφτάνια από πράσινο σκούρο μπροκάρ -το χρώμα της σημαίας της πατρίδας του, στο δεύτερο Γαλαξία πάνω πάνω. Την ημέρα των εκλογών, πηγαίνει να ψηφίσει καθαρός από κάθε σκέψη και πνευματική εξάρτηση, κρατώντας στην αγκαλιά του ένα ωραίο μπουκέτο άνθη με λεπτό άρωμα, κομμένα από το ιδιωτικό του περιβόλι, τα οποία μοιράζει στους εκπροσώπους των υπό εκλογή Κυρίων του Κράτους. Κατόπιν, μπαίνει στη Μεγάλη Θερμοκοιτίδα για να ψηφίσει. Εκεί μέσα, αισθάνεται έμβρυο ξανά, ο νους του ξελαμπικάρει πλέον εντελώς, καμμιά φροντίδα δεν τον απασχολεί, κι έτσι αναπόσπαστος από έννοιες και σκοτούρες, ψηφίζει σύμφωνα με τη Συνείδησή του αυτό που πραγματικά, με απόλυτη -όσο γίνεται- σιγουριά, επιθυμεί. Το πρόβλημα του ωραίου Μεργκαέλ είναι να αποκαλύψει στον εαυτό του την πραγματική του επιθυμία -και νομίζω πως δεν είναι ο μόνος με αυτό το πρόβλημα.

Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2007

043. άδεια μάτια


Αχ, αυτοί οι γέροι κι οι γριές με τ' άδεια μάτια! Μάτια χωρίς βλέμμα, κοιτάζουν, βλέπουν, αλλά χωρίς να βλέπουν κάτι έξω από εκείνους. Βλέπουν τη τσέπη τους μονάχα και το σκατό τους που το κάνουν παξιμάδι για να μετρούν την αγάπη και το ενδιαφέρον με τάλαρα, με μπικικίνια, πώς το λένε. «Οσα έχω θα τ' αφήσω στο Γιωργί που με παίρνει τηλέφωνο» ή «Θα τ' αφήσω όλα σ' ένα ίδρυμα, να μάθετε τσογλάνια», και μεις χεστήκαμε τι θα τα κάνεις ρε κωλόγερε (ή κωλόγρια) αυτά που συνάζεις στερώντας σου τις ύστερες απολαύσεις. Κάντα ό,τι θέλεις, δικά σου είναι, επάξια τα κέρδισες. Λυπάμαι που δεν τα αξιοποιείς διαφορετικά -δεν τα αξιοποιείς καθόλου μάλλον. Αντί να πας κάνα ταξιδάκι, να πααίνεις να τρως σε καμιά ταβερνίτσα, να κάνεις το τραπέζι σε ένα φίλο, εγγόνι, ανήψι, σε κάποιον άνθρωπο τεσπα, μαζώνεις και μαζώνεις και τολμάς να απειλείς ζητιανεύοντας αυτό που δεν έλαχε να μάθεις, δεν θέλησες να αποχτήσεις ποτέ σου: Αγάπη. Αστα κομμάτια ή «ες κόρακαν» -που λέγαν οι αρχαίοι.

042. η Αράχνη

Ακονίζει τα γαμψά της νύχια και χαϊδεύει απαλά τα θύματα που πιάστηκαν στα δίχτυα της, πριν τα οδηγήσει τρυφερά σπρώχνοντάς τα προς τον απύθμενο οισοφάγο της, η Αράχνη. Τα ακονισμένα νύχια θα χρειαστούν στην περίπτωση που κάποιο θύμα διανοηθεί να προσπαθήσει να ξεφύγει από τον ιστό. Η κατάσταση ομηρίας είναι τελειωτική και διαφυγή δεν υπάρχει. Διαφορετικά, δεν πρόκειται περί Αράχνης, αλλά περί αράχνης, η οποία δεν έχει καν νύχια.

Κυριακή, Αυγούστου 05, 2007

041. το πάλκο και το σένικο


Η βραχνή λαρύγγω, ντυμένη στα μαύρα, ανέβηκε στο πάλκο. Τάνυσε τους μύες του λαιμού μήπως και μακρύνει. Κίνησε το λαιμό, δεξιά αριστερά και άνω, με το βλέμμα πάντα στυλωμένο στο πάτωμα -σεμνά. Προσπάθησε να φέρει στο νου της την άρια που είχε δει να τραγουδά σε ένα κανάλι μια μεγάλη αοιδός της όπερας, μαυροντυμένη επίσης, και αμόλησε το πρώτο τριπλό βογγητό: «Ααααααχ - αααααα - ΑΧ!» Το κοινό παρακολουθούσε μαγεμένο και εκείνη συνέχισε να καθαρίζει το λαρύγγι της νομίζοντας ότι άδει. Το κοινό επίσης, νόμιζε ότι αυτό είναι τραγούδι, χειροκροτούσε από καιρού εις καιρόν, μεταξύ των τσουγκρισμάτων «εβίβα!», «να παν τα φαρμάκια κάτω!» και «να καούν τα τέλια!» μέχρι τη στιγμή που ακούστηκε ένα πραγματικό γαύγισμα έξω από το μαγαζί.

Πέμπτη, Αυγούστου 02, 2007

040. σε χρώμα γκριζοπράσινο ανοιχτό



Στην αρχή, πήρε ένα σεντονάκι και τυλίχτηκε. Κατόπιν, πήρε και μια λινή κουβερτούλα. Μετά, έβαλε από πάνω μια κουβέρτα μάλλινη. Υστερα, πρόσθεσε πάνω από όλα αυτά ένα πάπλωμα λεπτό. Στο τέλος, επειδή εξακολουθούσε να κρυώνει πολύ, ο πάγος της ψυχής να κριτσανίζει στα δόντια σα να μάσαγε άμμο, χώθηκε κάτω από ένα ηφαίστειο, έλιωσε, και τινάχτηκε μαζί με τη λάβα όταν αυτό εξερράγει. Λίγο μετά την έκρηξη, αποφάσισε να τετραγωνίσει τη σκέψη του και να τα βλέπει όλα σε χρώμα γκριζοπράσινο ανοιχτό.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...