Οταν είδε ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο το χαμόγελό της, την ερωτεύτηκε αμέσως και σφόδρα. Μια μέρα όμως, εκείνη ξέχασε να το φορέσει, άφησε το χαμόγελο στην κρεμάστρα του και βγήκε από το σπίτι ξεχαμόγελη, σαν να λέμε χειρότερα κι από ξεβράκωτη. Ευτυχώς, εκείνη ακριβώς την ημέρα ο ωραίος Μεργκαέλ είχε πάει για ψάρεμα, διαφορετικά θα έχανε πάσαν ιδέα περί χαμόγελου. Δεν είχε καταλάβει ίσαμε τότε και μάλλον δεν θα καταλάβαινε ποτέ, εις τον αιώνα τον άπαντα δηλαδή, ότι το χαμόγελο είναι ένα ρούχο όπως όλα τα άλλα. Το ότι γεννιέται κανείς με μια γερή περιουσία σε χαμόγελα κάθε τύπου, δεν αναιρεί την υλική υπόσταση του χαμόγελου. Ισα ίσα την εντείνει, επειδή υπάρχει αντιστρόφως ανάλογη σχέση χαμόγελων και χρημάτων. Εχετε προσέξει τις ξινισμένες μούρες των πλουσίων σε χρήμα; Πόσο ξινά είναι τα χαμόγελά τους; Εχετε προσέξει πόσο γλυκά και αφοπλιστικά χαμογελούν οι φτωχοί; Η αγαπημένη του Μεργκαέλ πάντως, δεν είχε καμία σχέση με το χρήμα. Χαμογελούσε από ευτυχία, επειδή την αγαπούσε εκείνος, και το ερώτημα είναι τί άραγε να προηγήθηκε: Υποθέτω ότι πρώτα έφυγε ο Μεργκαέλ για ψάρεμα και μετά ξεχάστηκε το χαμόγελό της. Σεις, τι λέτε;Κυριακή, Νοεμβρίου 02, 2008
081. χαμογέλο και χρήμα
Οταν είδε ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο το χαμόγελό της, την ερωτεύτηκε αμέσως και σφόδρα. Μια μέρα όμως, εκείνη ξέχασε να το φορέσει, άφησε το χαμόγελο στην κρεμάστρα του και βγήκε από το σπίτι ξεχαμόγελη, σαν να λέμε χειρότερα κι από ξεβράκωτη. Ευτυχώς, εκείνη ακριβώς την ημέρα ο ωραίος Μεργκαέλ είχε πάει για ψάρεμα, διαφορετικά θα έχανε πάσαν ιδέα περί χαμόγελου. Δεν είχε καταλάβει ίσαμε τότε και μάλλον δεν θα καταλάβαινε ποτέ, εις τον αιώνα τον άπαντα δηλαδή, ότι το χαμόγελο είναι ένα ρούχο όπως όλα τα άλλα. Το ότι γεννιέται κανείς με μια γερή περιουσία σε χαμόγελα κάθε τύπου, δεν αναιρεί την υλική υπόσταση του χαμόγελου. Ισα ίσα την εντείνει, επειδή υπάρχει αντιστρόφως ανάλογη σχέση χαμόγελων και χρημάτων. Εχετε προσέξει τις ξινισμένες μούρες των πλουσίων σε χρήμα; Πόσο ξινά είναι τα χαμόγελά τους; Εχετε προσέξει πόσο γλυκά και αφοπλιστικά χαμογελούν οι φτωχοί; Η αγαπημένη του Μεργκαέλ πάντως, δεν είχε καμία σχέση με το χρήμα. Χαμογελούσε από ευτυχία, επειδή την αγαπούσε εκείνος, και το ερώτημα είναι τί άραγε να προηγήθηκε: Υποθέτω ότι πρώτα έφυγε ο Μεργκαέλ για ψάρεμα και μετά ξεχάστηκε το χαμόγελό της. Σεις, τι λέτε;Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2008
080. αηδονοθηρίας το ανάγνωσμα
Αηδονοθήρας είναι αυτός που κυνηγάει αηδονάκια, αυτά τα ωδικά πτηνά που έρχονται στη χώρα μας τον Απρίλη και φεύγουν τον Αύγουστο που είναι παχιές οι μύγες επειδή κάνουν δίαιτα, να μη μπαίνουν σε πειρασμό δηλαδή τρώγοντας πολλά λιπαρά και χάσουν τη φόρμα τους. Αν δεν φρόντιζαν τη σιλουέτα τους, πώς θα έφευγαν; Θα ήταν βαριά και θα πέφταν στο χώμα ή στο νερό -ακόμα χειρότερα. Ο αηδονοθήρας λοιπόν, συλλαμβάνει αηδόνες και αηδόνους και στοιβάζει μέσα σε ένα κλουβί όλα μαζί τα πτηνά. Του έρχεται πτηνότερα έτσι. Γιατί το κάνει αυτό; Ετσι, είναι το χόμπυ του. Παράλληλα με την αηδονοθηρία, είναι επιρρεπής και στην αηδονοβλεψία. Κρυφοκοιτάζει τα αηδονάκια να ερωτεύονται και να γεννούν αυγουλάκια. Δεν του είναι όμως αρκετό να είναι αηδονοβλεψίας, είναι και αηδονακουστής και, επειδή τα αηδόνια δεν τραγουδούν φυλακισμένα, ελευθερώνει κάπου κάπου μερικά για να μπορεί να τα ακούει να κελαηδάνε. Οι προτιμήσεις αυτές ονομάζονται γενικά αηδονισμός και αηδονολατρεία. Είναι επικίνδυνο όμως να ασκούνται χωρίς έλεγχο, επειδή μπορεί να επέλθει αηδονοπληξία και τότε το μόνο φάρμακο είναι η αηδονάλη, ένα κατασκεύασμα από αηδονόζουμο, και είναι κρίμα να συμβαίνει αυτό, να στίβουμε αηδόνια δηλαδή. Αυτά δίδασκε ο Δάσκαλος των Αηδονών μέχρι που ένας αηδονοθήρας τον τσάκωσε στα δίχτυα του. Αηδία κατάντησε πια αυτή η αηδονομανία! Από δω και στο εξής, προτείνω να ακούτε άριες από βέρους αοιδούς και να αφήνετε τα αηδονάκια στην ησυχία τους.
Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2008
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 20, 2008
079. γεννημένη αγενής
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2008
078. η πόρτα
Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008
077. Εκεί που περπατούσαμε
Πέμπτη, Αυγούστου 28, 2008
076. ο συγγραφέας και το ύφος του
Μια φορά, ήταν ένας που έγραφε. Εγραφε ασταμάτητα κι όταν τον ρωτούσαν γιατί γράφει, απαντούσε "για να βρω το ύφος μου" και συνέχιζε να γράφει. Δεν υπήρχε αντικείμενο γραφής, δεν υπήρχαν ερεθίσματα και ιδέες, δεν υπήρχε αιτία που δημιουργούσε την ανάγκη για γράψιμο, παρεκτός από το γράψιμο το ίδιο που ήταν αυτοσκοπός, να γράφει για να γράφει δηλαδή και να βλέπει τα γραμμένα τυπωμένα. Μια μέρα, εκεί που διάβαζε τα γραπτά του, βρήκε το ύφος του και σταμάτησε να γράφει. Για την ακρίβεια, κάποιοι άλλοι του είπαν ότι επιτέλους βρήκε το ύφος του και ότι αυτό το ύφος είναι ταιριαστό με το παράστημα και την κορμοστασιά του και αν το εγκατέλειπε θα ήταν κουτός και αχάριστος στους κόπους μιας ζωής ολόκληρης που του είχε επιτρέψει να το ψάχνει και να το καλλιεργεί. Αυτοί οι άλλοι ήταν οι φίλοι, το κοινό του, εκείνοι για τους οποίους έγραφε ασταμάτητα τόσα χρόνια, εκείνοι που διάβαζαν μετά μανίας τα γραπτά του, εκείνοι που θαύμαζαν την αντοχή του στο γράψιμο, στην αποκάλυψη της μοναδικότητας του γραψίματός του έκαναν σπονδή βαρέλια ολόκληρα ποτών και ηδυπότων, νύχτες ατέλειωτες που δεν τις έβλεπε η μέρα κι έτσι δεν γελούσε. Ηταν πολύ σημαντικό που έπαψε να γράφει, ίσως σημαντικότερο από τις χιλιάδες σελίδες των γραπτών του με τους μοναδικούς του αναγνώστες. Μετά, είδε μια γιαγιάκα να γράφει σε φορητό υπολογιστή καθισμένη σε ένα παγκάκι κι έπαθε καρδιακό επεισόδιο και τρόμαξε να τον συνεφέρει ο γιατρός. Δεν ήταν τόσο τα φάρμακα που τον ξανάφεραν στα ίσια του, αλλά η μικρή φράση «και τι έγινε;» Ξανάπιασε λοιπόν τα σύνεργά του και συνέχισε το γράψιμο ελεύθερος, χωρίς το άγχος του ύφους που έπαιζε κρυφτό, αδιάφορος αν θα το βρει ή όχι, αδιάφορος για τις διάφορες γνώμες, αδιάφορος για τα συγχαρητήρια, αδιάφορος για τα χεστήρια, αδιάφορος για όλα σχεδόν. Το μόνο που τον ενδιέφερε πλέον ήταν μόνο το γράψιμο. Εγινε ένας που έγραφε για κάθε λόγο και αιτία, ακόμα και για το γράψιμο το ίδιο, να γράφει για να γράφει δηλαδή, κι όταν κάποιος τόλμαγε να του μιλήσει για ύφος και τα τοιαύτα, τον έγραφε κι αυτόν κανονικά ατάκα κι επιτόπου!Πέμπτη, Αυγούστου 21, 2008
075. ο αθλητής-σφαίρα
074. ο Μεργκαέλ και τα γεύματα Ζωής

"Η Ζωή είναι ωραία" είπε ο ωραίος Μεργκαέλ και τσίμπησε άλλο ένα από τα πλευρά της. Του άρεσε να απολαμβάνει τα γεύματά του αργά -πολύ αργά. Συνήθως άφηνε τα κόκκαλα τελευταία και το ίδιο θα έκανε και με τη Ζωή του. Την ένοιωθε δική του και θα τη ρούφαγε μέχρι το μεδούλι, θα κοπάνιζε τα κοκκαλάκια της και θα τα κατάπινε κι αυτά. Το ότι είχε ήδη αρχίσει η καημένη να ανασαίνει με δυσκολία, ένεκα τα φαγωμένα πλευρά της, δεν τον απασχολούσε για την ώρα. Αυτή τη στιγμή είναι αποφασισμένος να τηρήσει το πρόγραμμα των γευμάτων Ζωής στο ακέραιο. "Η Ζωή είναι σαν τη ντομάτα" σκέφτηκε πριν εισάγει το ασημένιο του πιρουνάκι στο δέρμα των κατακόκκινων ζουμερών της ώμων, που ήταν ευαίσθητοι στην ηλιοθεραπεία.
Τρίτη, Αυγούστου 12, 2008
073. ο ωραίος Μεργκαέλ αντιμέτωπος με τα κιλά του
Οταν ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο βρέθηκε απέναντι στα κιλά του, άφησε ένα μικρό επιφώνημα έκπληξης. Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι το βάρος ολόκληρου του εαυτού του χωρούσε σε μερικές σιδερένιες ροδέλες και μάλιστα βρωμερές και σκουριασμένες. Αντιλήφθηκε ότι η σχέση βάρους με όγκο είναι ένας ξεκάθαρος παραλογισμός. Κατάλαβε πολύ καλά ότι το ερώτημα «τι είναι πιο βαρύ, ένα καντάρι σίδερο ή ένα καντάρι μπαμπάκι;» που έπαιζε στην επικαιρότητα των παιδικών του χρόνων δεν είχε την -απολύτως λογική- απάντηση που εκείνος έδινε συνήθως, δηλαδή, «ένα καντάρι σίδερο, φυσικά». Θυμήθηκε και τη θεωρία για τις μαύρες τρύπες που είναι πολύ μικρές και πάρα πολύ βαριές και που όλα τα καταβροχθίζουν, μια θεωρία για την οποία πολύ λόγος γίνεται τελευταίως στα κανάλια και στις παρέες, και άρχισε να τρέμει. Φοβάται πολύ τώρα μήπως τον καταβροχθίσουν αυτές οι σκονισμένες ροδέλες και φορέσουν το ωραίο του μαύρο κοστούμι και το ξεχειλώσουν, μήπως ξεσκίσουν τα ωραία του σκαρπίνια, ή μήπως τον κάνουν μια ροδέλα επιπλέον κι αυτόν, μια ροδέλα σιδερένια, μια εντελώς άκομψη ροδέλα χοντρή, βρώμικη και σκουριασμένη.
Δευτέρα, Αυγούστου 04, 2008
072. το νήμα της αγάπης
Λένε, ότι η Μάνα ήταν εκείνη που παρακάλεσε «ας βρέξει επιτέλους!»
Κυριακή, Ιουλίου 27, 2008
071. ο έλεγχος του ύπνου
Πέμπτη, Ιουλίου 24, 2008
070. Οταν πρωτοψήφισε το Ψάρι
Σάββατο, Ιουλίου 19, 2008
069.το βάρος
Ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει γιατί είχε αποφασίσει να αναλάβει να σηκώσει αυτό το βάρος. Ισως επειδή ήταν μια πρόκληση για τους στιβαρούς ώμους του, ίσως επειδή φαινόταν ελαφρύ τότε που το αποφάσισε, ίσως επειδή νόμιζε ότι δεν θα κρατούσε για πολύ. Δεν γνώριζε τότε αυτό που γνωρίζει σήμερα, ότι δηλαδή το βάρος μεγαλώνει όσο το σηκώνεις, όλο και βαρύτερο γίνεται, ακόμα και αν διατηρεί το ίδιο βάρος πάνω στη ζυγαριά. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι ζυγαριά. Τόσο απλό ήταν λοιπόν; Ενας γιατρός της δικής του εμπειρίας θα έπρεπε ήδη να το γνωρίζει, ίσως όμως αυτή να είναι γι αυτόν μια εμπειρία ακόμα: ο έλεγχος ενός βάρους που κάθεται σε ανθρώπινους ώμους και όχι πάνω σε μια ζυγαριά.Παρασκευή, Ιουλίου 18, 2008
068. η απόσταση
Τετάρτη, Ιουλίου 16, 2008
067. πάρτο αλλιώς
Ολο έλεγε από μέσα του «πάρτο αλλιώς, πάρτο αλλιώς» αλλά ο εαυτός του δεν άκουγε και δεν το έπαιρνε αλλιώς, δεν ήξερε να το πάρει αλλιώς, ούτε και ήθελε να μάθει να το παίρνει αλλιώς, έτσι στουκάρησε στη γωνία επειδή πάλι το είχε πάρει στραβά και όσο και να προσπαθούσε να το ισιώσει δεν θα ίσιωνε ποτέ -το ήξερε καλά αυτό- αν δεν αποφάσιζε επιτέλους να το πάρει αλλιώς.
Κυριακή, Ιουλίου 13, 2008
066. ορθοποδικόν τεστ
Ο ειδικός ορθοποδικός επιστήμων απεφάνθη ότι έφταιγαν τα πόδια του, που πατούσαν ανελέητα τα χαμομήλια.
Επρεπε να επανορθώσει για τα μίλια χωραφιών, ολόκληρα και τετραγωνικά, που είχε πατήσει. Τα ράφια χωράφια ήταν τίγκα στο χαμαίμηλον. Εβγαλε το βραστήρα από την πρίζα και ορκίστηκε ότι θα αποφεύγει στο εξής τα αφεψήματα. Αντί αυτών, η ανθοκομία έγινε το χόμπι του. Εκανε μεταμόσχευση πορτοκαλιές νεραγκούλες στα πόδια και περπατούσε στο εξής τα μίλια του μαλακά.
Τετάρτη, Ιουλίου 09, 2008
065. πώς τρέφεται το μυαλό
«Το μυαλό μοιάζει με όστρακο. Οταν θέλεις να ταΐσεις ένα όστρακο, μη το κάνεις με το ζόρι. Οσο προσπαθείς να το ανοίξεις, τόσο εκείνο σφίγγεται. Θα νομίζει πως δεν θέλεις να το ταΐσεις, αλλά να το φας! Αμα το παραζορίσεις, μπορεί και να σπάσει -το ίδιο ή το μαχαίρι. Αν όμως περιμένεις υπομονετικά, κάποτε θα ανοίξει μόνο του και θα αναζητήσει τροφή. Τότε είναι η στιγμή. Ετσι και το μυαλό. Να δώσεις τροφή μόλις ζητήσει. Οχι πριν και με το ζόρι. Μόλις ζητήσει. Ετσι τρέφεται το μυαλό. Πρόσεξε λοιπόν τι θα κάνεις.» Αυτά είπε το Ψάρι που γνώριζε απο όστρακα. Σάββατο, Ιουλίου 05, 2008
064. το ανοιχτήρι της μπίρας
Ο Ζωγράφος κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο μαζί με τον Ποιητή, έτσι βρήκε ευκαιρία το Ψάρι να πετάξει όλα τα χρώματα της φαντασίας τους στο βυθό, θέλοντας να εκδικηθεί τα χρωματιστά όνειρά τους.
Ολα αυτά συνέβησαν αληθινά, εκτός από το θέμα της μπίρας. Η Βέρα Καλτάκα ανέκαθεν τη σιχαινόταν και δεν την έβαζε στο στόμα της, άρα δεν ξεκόλλησε ποτέ το ανοιχτήρι από τον πίνακα.
Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2008
063. η μπάλα και το βλέμμα
Ακολουθούσε τη μπάλα για μιάμιση ώρα να τρέχει στο χόρτο. Με τα πόδια. Ετρεχε πίσω της, προσπαθούσε να την προλάβει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Επειδή κάτι κοντοπόδαροι διαόλοι με κόκκινα δεν την αφήναν να τους ξεφύγει. Ελισσόντουσαν όλοι μαζί σαν ένα φίδι και την κρατούσαν. Μια φορά μάλιστα κατάφεραν να τη στείλουν στο τέρμα της ομάδας του. Εκείνος προσπαθούσε. Με όλη του τη δύναμη προσπαθούσε να την αρπάξει με τα πόδια του από τα πόδια τους, αλλά εκείνη η διεστραμμένη προτιμούσε να μένει δέσμια του πάθους της με τους μπάσταρδους. Εκείνος ήταν όμορφος, ήταν και φαβορί, ήταν και ψηλός και δυνατός. Ο έρωτας όμως βλέπεις έχει δικές του προδιαγραφές και ποια δύναμη μπορεί να τα βάλει μαζί του; Η μπάλα λοιπόν ξέφευγε και έτρεχε μακριά του, λες και τον φλερτάριζε με αυτό τον απαίσιο τρόπο. Σίγουρα, τον προτιμούσε, αλλά ήθελε να τον κουράσει, να τον εξαντλήσει, να τον φτάσει στα όριά του. Ισως για να είναι ο έρωτας ισχυρότερος μετά. Το δυστύχημα είναι πως το τρεχαλητό διαρκεί μόνο μιάμιση ώρα και αυτό μάλλον η μπάλα το αγνοούσε. Οπωσδήποτε τον προτιμούσε, οπωσδήποτε ήθελε να γίνει δική του, να του ανήκει μέχρι την αιωνιότητα, οπωσδήποτε τον γουστάριζε περισσότερο, μόνο που δεν γνώριζε πως υπήρχε όριο στον αγώνα. Ετσι, έμεινε μετά το σφύριγμα της λήξης στα πόδια των νικητών, αυτών των καλλικάντζαρων με τα κόκκινα. Εκείνοι κέρδισαν το κύπελλο κι αυτός έμεινε μόνος και σκεφτικός με την απορία τί να έφταιξε τάχα. Ισως το ότι την κυνηγούσε με τα πόδια και όχι με το βλέμμα. Ισως αυτό ακριβώς να φταίει, το ότι της έδειξε τη δύναμή του, αλλά όχι την ψυχή του. Τώρα που δείχνει με το βλέμμα πόσο την ήθελε, τώρα είναι πια αργά. Είναι αργά και ποιος ξέρει αν θα έχει άλλη ευκαιρία στο μέλλον να την κερδίσει.-->> αν δοκιμάσουμε να βάλουμε στη θέση της μπάλας την ανθρωπότητα και στη θέση του άτυχου ποδοσφαιριστή ένα θεό, μπορεί να λάβουμε απαντήσεις σε αιώνια ερωτήματα...
Σάββατο, Μαΐου 24, 2008
062. Το χαρτάκι
Η συνέχεια του ονείρου διαδραματίστηκε στο άγαλμα του Βύρωνα και ήταν νύχτα. Βρέθηκε πάλι μαζί με τον άντρα των ονείρων της, τον ωραίο Μεργκαέλ Ωγκαίο, αλλά δεν ήταν ψηλός και λεπτός αυτή τη φορά. Είχε κοντύνει και βρισκόταν στο ύψος της. Λίγο πριν αποχαιρετιστούν και ορίσουν το επόμενο ραντεβού -στο όνειρο πάντα- εκείνη την ώρα ακριβώς, της ήρθε επιθυμία να κατουρήσει και, μια και η κίνηση στη λεωφόρο Αμαλίας ήταν μηδαμινή, αποφάσισε να τα κατεβάσει και να ουρήσει δίπλα στο άγαλμα όπου η Δόξα στεφανώνει το Βύρωνα. Τα ούρα ξεχύθηκαν ποτάμι, δεν ήταν δυνατό να κρυφτεί η πράξη που τόσο την ανακούφισε. Ο Μεργκαέλ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του να εξαφανίσει τα κατρουλιά, πήρε μια μεγάλη λεκάνη, τη γέμιζε νερό από ένα μεγάλο σωλήνα σαν εκείνον που βλέπουμε σε παλιές ταινίες να βρίσκεται στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, από όπου έτρεχε άφθονο νερό -στα όνειρα όλα συμβαίνουν- και το έριχνε πάνω στο κίτρινο υγρό που πλημμύριζε το πλατύ πεζοδρόμιο, αλλά τίποτα δεν γινόταν.
Η Βέρα Καλτάκα ένοιωσε ότι είχε πικράνει τον αγαπημένο της, ότι εκείνος ντρεπόταν για λογαριασμό της. Τότε ακριβώς πρόσεξε το μπόι του, που είχε κοντύνει και προχώρησε στην επόμενη ονειρική φάση. Προχώρησε κυριολεκτικά, γιατί πέρασε απέναντι αφήνοντας τον ωραίο Μεργκαέλ να μάχεται τα κατρουλιά και είδε παρκαρισμένη μια ωραία σεβρολέτ του 1955, χρώματος γκρι σουρί -σα να λέμε “ποντικί”. Το μοντέλο αυτό μάγευε ανέκαθεν τη Βέρα Καλτάκα, αντίθετα το μοντέλο του 1959 με εκείνα τα φτερά πεταλούδας στα οπίσθιά του την εξόργιζε. Σκεφτόταν ποιος νοσηρός εγκέφαλος είχε συλλάβει και κάνει πράξη το αποτέλεσμα της φαντασίας του, όταν εκείνη τη στιγμή ακριβώς πέρασε δίπλα της μια σεβρολέτ του 1959, κόκκινη, αλλά με τα φτερά του καπώ της συμμαζεμένα, δεμένα με γυαλιστερά χρώμια στο υπόλοιπο αμαξωμα, σαν ευνουχισμένη. Θύμιζε μοντελάκι τύπου φίατ, μια σεβρολέτ αποδυναμωμένη εντελώς, και τη λυπήθηκε.
Στο νου της ήρθε πάλι το χαρτάκι και η αίσθηση της πολυκαιρίας κόλλαγε νοερά στα δάχτυλά της, η αίσθηση σκόνης ανακατεμένης με ένα σωρό μικρόβια. «Ουτε ένοχος ούτε θύμα», αυτό θα πρέπει να έγραφε το χαρτάκι, αυτό της ταίριαζε και τέλος. Κι αν δεν το έγραφε, αν οι λεξεις αυτές ήταν κατασκεύασμα αποκλειστικά δικό της, δεν είχε καμιά σημασία. Στο κάτω κάτω, ο Μεργκαέλ δεν ήταν μάγος να μαντέψει τι θα ήθελε εκείνη να γράφει το χαρτάκι του, το φυλαγμένο τόσα χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι το χαρτάκι είχε γραφτεί πολύ πριν τη γνωριμία τους.
Παρασκευή, Μαΐου 16, 2008
061. Ρεπορτάζ Χωρίς Τσίνορα
Πέμπτη, Μαΐου 01, 2008
060. The perfect kiss
Αυτό θα ήταν το τελειότερο φιλί, αν συνέβαινε μερικά χρόνια αργότερα. Τότε που συνέβη, απλώς ήταν κάτι τι το αηδιαστικό. Η μικρή έβγαλε τη γλωσσίτσα της από αγανάκτηση που βρισκόταν τόση ώρα στημένη για τη φωτογράφιση και ο μικρούλης, αμέσως μετά, έκανε εμμετό. Ο Ποιητής βρισκόταν εκεί κοντά, αλλά δεν συνέλαβε την αλήθεια. Είναι γνωστό ότι οι ποιητές ζουν στον κόσμο τους.Τρίτη, Μαρτίου 25, 2008
059. Καβάλα στο φαβορί
Κυριακή, Μαρτίου 23, 2008
058. τα φλουδια του μηλου και ο ναυτικος
Ο ναυτικος εφυγε ξανα πριν οχτω χρονια, αλλα αυτη τη φορα η επιστροφη του ηταν αμφιβολη, οχι επειδη δεν ηθελε να γυρισει στα πατρια εδαφη, αλλα επειδη το εδαφος επεσε βαρυ επανω του, τον σκεπασε, τον καταπιε σα να λεμε. Πριν ξεκινησει καθαρισε ενα μηλο και το μηλο αλλαξε χρωμα. Αυτο ισως ηταν ενα σημαδι, στο οποιο κανεις δεν εδωσε σημασια. Εφαγε το μηλο, χαιρετισε τα παιδια του μπαρ και ανεχωρησε. Μονο εμενα δεν χαιρετισε, επειδη ημουν συναχωμενη και φοβομουν μη τον κολλησω κι εχει προβληματα στο ταξιδι. Οταν πλεον εγινε γνωστο οτι δεν θα επιστρεψει, πηρα τα φλουδια του μηλου και τα κορνιζαρισα. Ειχα αναγκη να τον θυμαμαι κοιταζοντας μερικα αλλαξοχρωματισμενα φλουδια μηλου; Μπα, απο συνηθεια το επραξα. Ισως να ηταν σοφοτερο να κορνιζαρω λιγο θαλασσινο νερο, αλλα δεν το σκεφτηκα -τοτε. Αν ειχε επιστρεψει, σημερα θα συμπληρωνε τα πενηταοχτω, θα γιορταζε γενεθλια.Δευτέρα, Μαρτίου 10, 2008
057. Καθαρη Δευτερα (λατρα, λαντζα και φιλίες)
Δευτέρα, Μαρτίου 03, 2008
056. Το χαπι
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2008
055. η ζουγκλα του Ποιητη
Ο γιατρος ανοιξε το φακελλακι κι εβγαλε το ισοπεδωμενο σωμα του Ποιητη. Οι θαυμαστες του το ειχαν διπλωσει ευλαβικα στα τεσσερα για να χωρεσει στο μικρο φακελλο και να περισσεψει και λιγος χωρος ωστε, σκιζοντας το ο γιατρος, να μη τραυματιστει το λεπτο του δερμα. Οι ποιητες εχουν ευαισθητο δερμα, για τουτο κιδυνευουν συχνα απο ισοπεδωση. Ο γιατρος εβγαλε το διπλωμενο σωμα του Ποιητη, το ξεδιπλωσε προσεκτικα και παρατηρησε το κοκκινο παπιγιον που φορουσε. «Ισως να ερεθιζονται και οι ρινοκεροι με το κοκκινο χρωμα» σκεφτηκε και εστειλε τον Ποιητη ξανα στη ζουγκλα, κατοπιν θερμης παρακλησης του ιδιου. Ο Ποιητης δεν εχει θεση στον κοσμο του πολιτισμου -απεχθανεται το χρημα. Der Jungle des Dichters
Der Arzt öffnete den kleinen Umschlag und nahm den geglätteten Körper des Dichters heraus. Seine Bewunderer hatten ihn ergeben viermal gefaltet, damit er in den kleinen Umschlag passe und dass auch noch ein wenig Platz bliebe, damit ihm der Arzt beim Aufreissen nicht die dünne Haut verletze. Die Dichter haben sensible Haut, darum droht oft, dass sie platt gemacht werden. Der Arzt nahm den gefalteten Körper des Dichters, entfaltete ihn vorsichtig und bemerkte die rote Fliege, die er trug. „Vielleicht macht auch die Nashörner die rote Farbe aggressiv“, dachte er und schickte den Dichter wieder in den Jungle, nach der dringlichen Bitte desselbigen. Der Dichter hatte keinen Platz in der kultivierten Welt – er verachtete das Geld.
____________
μετάφραση στα γερμανικά από την Gerrit Monnartz
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2008
054. ποιητικες φουσκες
Το Ψαρι πετουσε ψηλα με τα φτερα του Ποιητη. Ειχε γλιτωσει απο τον ψαρα, ειχε αφησει το δολωμα στην παραλια. Ο Ποιητης πεινουσε, βρηκε το δολωμα, το εφαγε και μεταμορφωθηκε σε Ψαρι. Ολοι οι λουομενοι περιμεναν να μιλησει, να διαμαρτυρηθει, να συνδραμει τον κοσμο που τον θαυμαζε, να πιστοποιησει τον τιτλο που του απεδιδαν εδω και πολλα χρονια, τον τιτλο του Ποιητη οραματων. Ο Ποιητης ομως ειχε γινει Ψαρι και κανεις δεν το ηξερε. Η Ψαριλα εγινε αισθητη μολις ο Ποιητης εγραψε τον τελευταιο του στιχο: «Διαμαρτυρομαι σιωπηρως». Τοτε, μονο τοτε, το εμαθε και ο ιδιος και, κανοντας ενα μακροβουτι, εφτασε στα βαθια, κι εβγαλε βραγχια και μπουρμπουληθρες.Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2008
053. η βαλβιδα σωτηριας
Μια μερα, ο γιατρος του Πονου μπηκε στο παραβαν και ψηφισε ΘΑΝΑΤΟ. Μετα, ειπε: «Ζηλευω το δακρυ σου. Αυτο το δακρυ που κυλα μαλακα μαλακα στο μαγουλο, εστω κι αν ειναι δακρυ γλυκερινης, μπορει και πλαστικο. Αυτο το δακρυ που κυλα απο το στιψιμο της δακρυδοχου κυστης, που ξεχειλιζει απο συγκινηση, μπορει κι απο μυρισμα κρεμμυδιων. Αυτο το δακρυ που λαμπιριζει σαν αστερακι κατω απο φωτα προβολεων, μπορει και στο φως του φεγγαριου. Αυτο το δακρυ που δεν μπορει να τρεξει με γοργους βηματισμους, το δακρυ που στεκεται μετεωρο και λεει «να τρεξω, να μη τρεξω» κι αφηνεται να κυλα. Αυτο το δακρυ, αν εμενε μονο του, χωρις το συνοδευτικο βλεμμα, αυτο το δακρυ δεν θα το ζηλευα. Καθολου.» Αυτα ειπε ο γιατρος του Πονου κι εκλεισε τη βαλβιδα σωτηριας. Σάββατο, Ιανουαρίου 19, 2008
052. τα συννεφα
Προχτες ειχε κατι ωραια συννεφα στον ουρανο και ο ωραιος Μεργκαέλ Ωγκαίο ηθελε να τα φωτογραφισει αλλα το ξεχασε. Ετσι, πηγε για ψαρεμα και περιμενε να τσιμπησει το Ψαρι. Εκεινο ομως, ειχε βγει απο το νερο φορωντας την αντιαερικη του μασκα και πετουσε πλεον μεσα στα προχτεσινα συννεφα με τα δανεικα φτερα του Ποιητη. Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2008
051. το ροζ τριανταφυλλο
«Θα σου χαρισω ενα ροζ τριανταφυλλο», της ελεγε, αλλα εκεινη δε δεχοταν με τιποτα την προσφορα του, «εχω δικες μου τριανταφυλλιες» του απαντουσε, συμπληρωνοντας «αλλωστε δεν μου αρεσει το ροζ χρωμα, θα 'πρεπε να το ξερεις», εκεινος τοτε χτυπιοταν που δεν μπορουσε να βρει τι αλλο να της χαρισει -ενα ροζ τριανταφυλλο πιστευε πως ηταν το ιδανικο δωρο για μια ευαισθητη γυναικα οπως η δικη του αγαπημενη ερωμενη- και ο καιρος περνουσε μεχρι που αποφασισε να παψει να δηλωνει "Ποιητης", εβαψε τα καγκελα της αυλης του ροζ, τα γεμισε αγκαθια και οταν ηρθε η καλη του της εδωσε μια σπρωξια και την κολλησε πανω τους.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)
