Μια φορά, ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ την έρημο και ταξίδευε συχνά σε τόπους μακρινούς για να έχει την ευχαριστηση να τη συναντά και να μένει μόνος μαζί της. Την αγαπούσε τόσο πολύ που μερικές φορές σκεφτόταν πόσο θα ήθελε να γινόταν κάκτος, ώστε να μείνει για πάντα κοντά της. Σιγά σιγά, με τον καιρό, αγρίεψε το δέρμα και το βλέμμα του, αγρίεψαν οι τρόποι του, δεν ήθελε να μιλά σε κανένα, ένοιωθε πως μόνο η έρημος τον καταλάβαινε. Τα μαλλιά και τα γένια του αγρίεψαν κι αυτά, έγιναν σαν τα αγκάθια του κάκτου. Τότε ήταν που αποφάσισε να πάει στην έρημο και να ζήσει για πάντα εκεί. Ξάπλωσε στην άμμο απολαμβάνοντας ένα μαγικό ηλιοβασίλεμα, ο αγέρας άρχισε να σιγοσφυρίζει το τραγούδι της ερήμου και τον κοίμησε γλυκά. Το πρωί που ξύπνησε, τα πόδια του είχαν ριζώσει στην άμμο και η άμμος τον καταβρόχθιζε αργά αλλά σταθερά, μέχρι που τον κατάπιε ολόκληρον. Στη θέση εκείνη εμφανίστηκε λίγο καιρό αργότερα ένας θεόρατος κάκτος με άγρια αγκάθια, που έμοιαζε με άνθρωπο. Μια φορά, ένα καραβάνι πέρασε από κοντά κι ένας καμηλιέρης πλησίασε τον κάκτο, τον χάραξε με το σουγιά του, ο κάκτος έβγαλε δροσερό νερό, ο καμηλιέρης ξεδίψασε και τον ευχαρίστησε. «Δεν κάνει τίποτα, υποχρέωσή μου να ξεδιψώ τον κόσμο» είπε ο κάκτος, αλλά ο καμηλιέρης δεν παραξενεύτηκε καθόλου. Μάλλον θα είχε ακούσει κι άλλους κάκτους να μιλούν. Αν συναντήσετε ποτέ ένα θεόρατο κακτο στη μέση της ερήμου, να ξέρετε ότι μπορεί να είναι και άνθρωπος, ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο άνθρωπος από όσο κάκτος.Τρίτη, Μαΐου 25, 2010
105. ο άνθρωπος κάκτος
Μια φορά, ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ την έρημο και ταξίδευε συχνά σε τόπους μακρινούς για να έχει την ευχαριστηση να τη συναντά και να μένει μόνος μαζί της. Την αγαπούσε τόσο πολύ που μερικές φορές σκεφτόταν πόσο θα ήθελε να γινόταν κάκτος, ώστε να μείνει για πάντα κοντά της. Σιγά σιγά, με τον καιρό, αγρίεψε το δέρμα και το βλέμμα του, αγρίεψαν οι τρόποι του, δεν ήθελε να μιλά σε κανένα, ένοιωθε πως μόνο η έρημος τον καταλάβαινε. Τα μαλλιά και τα γένια του αγρίεψαν κι αυτά, έγιναν σαν τα αγκάθια του κάκτου. Τότε ήταν που αποφάσισε να πάει στην έρημο και να ζήσει για πάντα εκεί. Ξάπλωσε στην άμμο απολαμβάνοντας ένα μαγικό ηλιοβασίλεμα, ο αγέρας άρχισε να σιγοσφυρίζει το τραγούδι της ερήμου και τον κοίμησε γλυκά. Το πρωί που ξύπνησε, τα πόδια του είχαν ριζώσει στην άμμο και η άμμος τον καταβρόχθιζε αργά αλλά σταθερά, μέχρι που τον κατάπιε ολόκληρον. Στη θέση εκείνη εμφανίστηκε λίγο καιρό αργότερα ένας θεόρατος κάκτος με άγρια αγκάθια, που έμοιαζε με άνθρωπο. Μια φορά, ένα καραβάνι πέρασε από κοντά κι ένας καμηλιέρης πλησίασε τον κάκτο, τον χάραξε με το σουγιά του, ο κάκτος έβγαλε δροσερό νερό, ο καμηλιέρης ξεδίψασε και τον ευχαρίστησε. «Δεν κάνει τίποτα, υποχρέωσή μου να ξεδιψώ τον κόσμο» είπε ο κάκτος, αλλά ο καμηλιέρης δεν παραξενεύτηκε καθόλου. Μάλλον θα είχε ακούσει κι άλλους κάκτους να μιλούν. Αν συναντήσετε ποτέ ένα θεόρατο κακτο στη μέση της ερήμου, να ξέρετε ότι μπορεί να είναι και άνθρωπος, ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο άνθρωπος από όσο κάκτος.Σάββατο, Μαΐου 22, 2010
104. κι έπειτα ήρθαν οι κινέζοι...
Τρίτη, Μαΐου 18, 2010
103. το ζουμί
Ο ωραίος Μεργκαέλ έβραζε το ζουμί για πέντε ώρες και, όταν άνοιξε την κατσαρόλα να το δοκιμάσει, έπεσε κάτω από το υπέροχο άρωμα που το ζουμί εξέπεμπε και, όταν άνοιξε τα μάτια, είδε το ζουμί να έχει πλημμυρίσει το μικρό σύμπαν της κουζίνας και, όταν αποφάσισε να σηκωθεί, κατάλαβε πως ήταν κολλημένος στα ζουμιά και, όταν προσπάθησε να ξεκολλήσει, διαπίστωσε πως αυτό ήταν ακατόρθωτο κι έτσι έσκισε τα ρούχα του και σηκώθηκε ολόγυμνος, σερβίρισε το ωραίον ζουμάκι εντός ενός βαθέως πιάτου χρώματος λουλακί και το ρούφηξε ως τον πάτο. «Τελικώς», εσκέφθη ο ωραίος Μεργκαέλ, «καλύτερα να έβραζα στο ζουμί μου, παρά να έβραζα ζουμί» και, κατόπιν αυτής της σκέψεως, εφτερνίσθη και τα ζουμιά εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας.
Τετάρτη, Μαΐου 12, 2010
102. η μπιστόλη
«ΚΑΙ τα λεφτά σου ΚΑΙ τη ζωή σου!» σου λέει ο γκάγκστερας με προτεταμένη τη μπιστόλη και συ, τι να κάνεις, σκέφτεσαι «αφού, έτσι κι αλλιώς θα με φάει, ε, ας μη του δώσω φράγκο!» και, στρίβοντας για τον άλλο κόσμο, κρατάς σφιχτά τα πεντόβολα στη τζέπα και βρίσκεσαι λεφτάς στη Μπαράδεισο καρφί στον Αη Πετράν μπροστά και ακούς διαφημίσεις για τράπεζες και «Φτού! και δω τα ίδια!» αναφωνείς από τα μέσα σου και «Ασταδιάλα πού έπεσα!» λες φωναχτά και εκπίπτεις εις τας καζάνους των Κολάσεων και έρχεται ο Οξαπωδός και λέει «Απαγορεύονται αι γεμάται τσέπαι» και ρωτάς «Γιατί;» και απαντά «Δεν χαραμίζωμεν τας καζάνους δια πλουσίους, μην ακούτε τους συκοφάντας» και αναχωρείς και στήνεις τσαρδί για τη πάρτη σου εν τω μέσω των νεφών -ούτως ή άλλως, νεφελωδώς εζούσες και μάλιστα εις περιβάλλον μολυσμένον- και τη βρίσκεις παίζων πεντόβολα εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν, και «Ποιος είσαι!» ακούεται φωνή μεγάλη και «Είμαι ο Καθρέπτης Σου» απαντάς, ουδόλως διακόπτων το ευγενές παίγνιον.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)
