Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008
077. Εκεί που περπατούσαμε
Πέμπτη, Αυγούστου 28, 2008
076. ο συγγραφέας και το ύφος του
Μια φορά, ήταν ένας που έγραφε. Εγραφε ασταμάτητα κι όταν τον ρωτούσαν γιατί γράφει, απαντούσε "για να βρω το ύφος μου" και συνέχιζε να γράφει. Δεν υπήρχε αντικείμενο γραφής, δεν υπήρχαν ερεθίσματα και ιδέες, δεν υπήρχε αιτία που δημιουργούσε την ανάγκη για γράψιμο, παρεκτός από το γράψιμο το ίδιο που ήταν αυτοσκοπός, να γράφει για να γράφει δηλαδή και να βλέπει τα γραμμένα τυπωμένα. Μια μέρα, εκεί που διάβαζε τα γραπτά του, βρήκε το ύφος του και σταμάτησε να γράφει. Για την ακρίβεια, κάποιοι άλλοι του είπαν ότι επιτέλους βρήκε το ύφος του και ότι αυτό το ύφος είναι ταιριαστό με το παράστημα και την κορμοστασιά του και αν το εγκατέλειπε θα ήταν κουτός και αχάριστος στους κόπους μιας ζωής ολόκληρης που του είχε επιτρέψει να το ψάχνει και να το καλλιεργεί. Αυτοί οι άλλοι ήταν οι φίλοι, το κοινό του, εκείνοι για τους οποίους έγραφε ασταμάτητα τόσα χρόνια, εκείνοι που διάβαζαν μετά μανίας τα γραπτά του, εκείνοι που θαύμαζαν την αντοχή του στο γράψιμο, στην αποκάλυψη της μοναδικότητας του γραψίματός του έκαναν σπονδή βαρέλια ολόκληρα ποτών και ηδυπότων, νύχτες ατέλειωτες που δεν τις έβλεπε η μέρα κι έτσι δεν γελούσε. Ηταν πολύ σημαντικό που έπαψε να γράφει, ίσως σημαντικότερο από τις χιλιάδες σελίδες των γραπτών του με τους μοναδικούς του αναγνώστες. Μετά, είδε μια γιαγιάκα να γράφει σε φορητό υπολογιστή καθισμένη σε ένα παγκάκι κι έπαθε καρδιακό επεισόδιο και τρόμαξε να τον συνεφέρει ο γιατρός. Δεν ήταν τόσο τα φάρμακα που τον ξανάφεραν στα ίσια του, αλλά η μικρή φράση «και τι έγινε;» Ξανάπιασε λοιπόν τα σύνεργά του και συνέχισε το γράψιμο ελεύθερος, χωρίς το άγχος του ύφους που έπαιζε κρυφτό, αδιάφορος αν θα το βρει ή όχι, αδιάφορος για τις διάφορες γνώμες, αδιάφορος για τα συγχαρητήρια, αδιάφορος για τα χεστήρια, αδιάφορος για όλα σχεδόν. Το μόνο που τον ενδιέφερε πλέον ήταν μόνο το γράψιμο. Εγινε ένας που έγραφε για κάθε λόγο και αιτία, ακόμα και για το γράψιμο το ίδιο, να γράφει για να γράφει δηλαδή, κι όταν κάποιος τόλμαγε να του μιλήσει για ύφος και τα τοιαύτα, τον έγραφε κι αυτόν κανονικά ατάκα κι επιτόπου!Πέμπτη, Αυγούστου 21, 2008
075. ο αθλητής-σφαίρα
074. ο Μεργκαέλ και τα γεύματα Ζωής

"Η Ζωή είναι ωραία" είπε ο ωραίος Μεργκαέλ και τσίμπησε άλλο ένα από τα πλευρά της. Του άρεσε να απολαμβάνει τα γεύματά του αργά -πολύ αργά. Συνήθως άφηνε τα κόκκαλα τελευταία και το ίδιο θα έκανε και με τη Ζωή του. Την ένοιωθε δική του και θα τη ρούφαγε μέχρι το μεδούλι, θα κοπάνιζε τα κοκκαλάκια της και θα τα κατάπινε κι αυτά. Το ότι είχε ήδη αρχίσει η καημένη να ανασαίνει με δυσκολία, ένεκα τα φαγωμένα πλευρά της, δεν τον απασχολούσε για την ώρα. Αυτή τη στιγμή είναι αποφασισμένος να τηρήσει το πρόγραμμα των γευμάτων Ζωής στο ακέραιο. "Η Ζωή είναι σαν τη ντομάτα" σκέφτηκε πριν εισάγει το ασημένιο του πιρουνάκι στο δέρμα των κατακόκκινων ζουμερών της ώμων, που ήταν ευαίσθητοι στην ηλιοθεραπεία.
Τρίτη, Αυγούστου 12, 2008
073. ο ωραίος Μεργκαέλ αντιμέτωπος με τα κιλά του
Οταν ο ωραίος Μεργκαέλ Ωγκαίο βρέθηκε απέναντι στα κιλά του, άφησε ένα μικρό επιφώνημα έκπληξης. Ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι το βάρος ολόκληρου του εαυτού του χωρούσε σε μερικές σιδερένιες ροδέλες και μάλιστα βρωμερές και σκουριασμένες. Αντιλήφθηκε ότι η σχέση βάρους με όγκο είναι ένας ξεκάθαρος παραλογισμός. Κατάλαβε πολύ καλά ότι το ερώτημα «τι είναι πιο βαρύ, ένα καντάρι σίδερο ή ένα καντάρι μπαμπάκι;» που έπαιζε στην επικαιρότητα των παιδικών του χρόνων δεν είχε την -απολύτως λογική- απάντηση που εκείνος έδινε συνήθως, δηλαδή, «ένα καντάρι σίδερο, φυσικά». Θυμήθηκε και τη θεωρία για τις μαύρες τρύπες που είναι πολύ μικρές και πάρα πολύ βαριές και που όλα τα καταβροχθίζουν, μια θεωρία για την οποία πολύ λόγος γίνεται τελευταίως στα κανάλια και στις παρέες, και άρχισε να τρέμει. Φοβάται πολύ τώρα μήπως τον καταβροχθίσουν αυτές οι σκονισμένες ροδέλες και φορέσουν το ωραίο του μαύρο κοστούμι και το ξεχειλώσουν, μήπως ξεσκίσουν τα ωραία του σκαρπίνια, ή μήπως τον κάνουν μια ροδέλα επιπλέον κι αυτόν, μια ροδέλα σιδερένια, μια εντελώς άκομψη ροδέλα χοντρή, βρώμικη και σκουριασμένη.
Δευτέρα, Αυγούστου 04, 2008
072. το νήμα της αγάπης
Λένε, ότι η Μάνα ήταν εκείνη που παρακάλεσε «ας βρέξει επιτέλους!»
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)
