skip to main |
skip to sidebar
Γυρίζω δυο φορές το κλειδί και μετά το τραβώ από την κλειδαριά και το αφήνω να κρέμεται χαλαρά. Φοβάμαι μη πάθω κάτι, μη μείνω στον τόπο και χαλάσουν την πόρτα προσπαθώντας να την ανοίξουν για να με σώσουν ή για να με βγάλουν πεθαμένη. Κρίμα να χαλάσει τέτοια πόρτα, έτσι δεν είναι; Κλειδώνω το λοιπόν και μετά κάθομαι και βλέπω τον απέναντι τοίχο, τον τοίχο που χωρίζει το σαλονάκι από την κουζίνα, και σκέφτομαι πως είμαι μόνη επειδή πάντα έφευγα. Πάντα, εκτός από την τελευταία φορά που έφυγε πρώτος για τον παράδεισο ο κύρης μου. Ητανε ναυτικός και τον πήρε η θάλασσα, μόλις τα είχα καταφέρει να συνηθίσω να βρισκομαι μαζί του. Μόλις τα κατάφερα να μη φεύγω πλέον. Μόλις τότε κατάφερα να καταλάβω ότι όσο φεύγεις από έναν έρωτα, τόσο εκείνος μεγαλώνει επειδή τον σκέφτεσαι συνέχεια -δεν έχεις τί άλλο να σκεφτείς όταν είσαι φευγάτος. Η πόρτα μένει κλειδωμένη, αλλά φροντίζω για την ακεραιότητά της, σπαράζοντας ξεκλείδωτη. Μια πόρτα κλειστή έχει χρεία σεβασμού.